γυμνοπαιδική
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
(sc. ὄρχησις), ἡ, dance of naked boys, Ath.14.630d: pl., Phld Mus.p.15K.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
danza de jóvenes desnudos en la que se imitaban rítmicamente los movimientos de la lucha ἔοικεν δὲ ἡ γ. τῇ καλουμένῃ ἀναπάλῃ Ath.631b, cf. 630d, προσῆχθα[ι] δὲ τὴν μουσικὴν καὶ πρ[ὸς τ] ὰς χορικὰς [ὀρχ] ήσεις τῶν τε γυμνοπαι[δικ] ῶν Phld.Mus.1.30.7.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, sc. ὄρχησις, eine Arternster Tanz, von nackten Tänzern, Ath. XIV, 630 d ἐν ᾗ ὁρᾶται τὸ βαρὺ καὶ σεμνόν.
Greek Monolingual
γυμνοπαιδική, η (Α)
χορός γυμνών αγοριών.