φιλοκαλέω

From LSJ
Revision as of 11:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκᾰλέω Medium diacritics: φιλοκαλέω Low diacritics: φιλοκαλέω Capitals: ΦΙΛΟΚΑΛΕΩ
Transliteration A: philokaléō Transliteration B: philokaleō Transliteration C: filokaleo Beta Code: filokale/w

English (LSJ)

A love the beautiful, Th.2.40; φιλοκαλεῖν τὴν φύσιν . . εἰκός ἐστι Chrysipp.Stoic.2.334. 2 to be enthusiastic, esp. for the beautiful or the good, περὶ τὰς εὐωχίας λαμπρυνόμενοι Str.14.1.20; εἰς ταύτην τὴν ἐπιβολήν this project (sc. of a beautiful tomb), D.S.1.66, cf. 13.90; περὶ παιδοτροφίαν J.Ap.1.12; περὶ τὴν τῶν λόγων ἐμπειρίαν D.Chr.18.1: c. inf., φ. Ἑλληνικαῖς φυτείαις διακοσμῆσαι τὰ βασίλεια Plu.Alex.35. 3 beautify, elaborate, τὰ περὶ τὴν ἐκφορὰν βασιλικῶς D.S.20.37; τοῖς πλούτοις πεφιλοκαληκότων [τὰς κτήσεις] πρὸς ἀπόλαυσιν ib.8; in literary style, study effect, Philostr.VS2.4.2. 4 Arithm., elaborate, work out a calculation, ὡς ἔνεστί τινα δι' ἑαυτοῦ φιλοκαλήσαντα κατανοῆσαι Iamb. in Nic.p.110 P., cf. p.98 P. 5 repair, put in good order, φ. καὶ βελτιοῦν PLond.3.1044.22 (vi A. D.): —Pass., of a church, Palestine Dept. of Antiquities Quarterly 3.97 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1280] 1) Freund des Schönen, Edlen sein, Thuc. 2, 40. – 2) sich eine Ehre woraus machen und deshalb darnach streben; c. inf., Plut. Alex. 35; D. Sic. 1, 66.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. φιλοκαλήσω, ao. ἐφιλοκάλησα, pf. πεφιλοκάληκα;
1 aimer les belles choses;
2 mettre son amour-propre à, mettre tout son soin à, dat. ou acc..
Étymologie: φιλόκαλος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκᾰλέω:
1 любить прекрасное Plut.: φ. μετ᾽ εὐτελείας Thuc. поклоняться прекрасному, (но) с соблюдением меры;
2 (в целях украшения) прилагать всяческие старания: φ. τινι Plut. и τι Diod. с большим рвением устраивать что-л.; φιλοκαλῶν ταῖς φυτείαις διακοσμῆσαί τι Plut. стремясь изысканно украсить что-л. растениями; φ. εἴς τι Diod. вкладывать все старания во что-л.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκᾰλέω: εἶμαι φίλος τοῦ καλοῦ, τοῦ ὡραίου, καταγίνομαι εἰς τὰς καλάς, τὰς ὡραίας τέχνας, Θουκ. 2. 40· προσπαθῶ νὰ κάμω καλὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1044D· φ. περί τι Ἰώσηπ. κ. Ἀπ. 1. 12, πρβλ. Στράβ. 640· ὡσαύτως, φιλ. τι Διόδ. 20. 37. 2) ὡς τὸ φιλοτιμέομαι, μετ’ ἀπαρεμφ., Πλουτ. Ἀλέξ. 25· εἴς τι Διόδ. 1. 66. 3) ἐξεργάζομαι, καλλύνω, καθαρίζω, Σουΐδ. ἐν λέξ. τολύπευμα, Ἡσύχ. ἐν λ. κορῶν, Ἐτυμ. Μέγ. 761. 50, Σχόλ. εἰς Δημ. 313. 12.

Greek Monotonic

φῐλοκᾰλέω: μέλ. -ήσω,
1. αναπτύσσω την αίσθηση του ωραίου, σε Θουκ.
2. είμαι πρόθυμος, με απαρ., σε Πλούτ.

Middle Liddell

φῐλοκᾰλέω, fut. -ήσω
1. to cultivate a taste for the beautiful, Thuc.
2. to be eager, c. inf., Plut. [from φῐλόκᾰλος]