αἰπεινός
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ή, όν, (αἰπύς) poet. Adj. A high, lofty, of cities on heights, Ἴλιον Il.9.419, al., cf. A.Fr.284, S.Tr.858 (lyr.), Ph.1000; αἰθήρ B. 8.34; of Delphi, μαντεῖα E.Ion739; of mountain-tops, κάρηνα Il.2.869, Od.6.123. II metaph., 1 αἰ. λόγοι hasty, wicked words, Pi.N.5.32. 2 hard to reach, σοφίαι μὲν αἰ. Id.O.9.108.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [fem. gen. plu. αἰπεινάων Opp.C.1.482]
1 alto, elevado κάρηνα Il.2.869, 20.58, Od.6.123, αἰθήρ B.9.34, ἄκρια A.R.1.520
•de una isla escarpada Κερωσσός A.R.4.573
•fig. σοφία Pi.O.9.108.
2 situado en un alto, construido en el monte de ciudades Ἴλιον Il.9.419, cf. 13.773, Καλυδών Il.13.217, 14.116, Κνίδος h.Ap.43, cf. h.Hom.34.2, A.Fr.284, S.Tr.858, Ἐρύκα Theoc.15.101, Ἐπίδαυρος IPr.268c.4 (II a.C.)
•por hipálage de Delfos αἰπεινὰ ... μαντεῖα E.Io 739, σταθμοί Pi.P.4.76.
3 fig. imprudente λόγοι Pi.N.5.32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
haut, élevé.
Étymologie: αἶπος.
German (Pape)
= αἰπύς, hoch, Hom. μυκάλης (ὀρέων) αἰπεινὰ κάρηνα Versende Il. 2.869, 20.58, Od. 6.123, αἰπεινὸν πτολίεθρον Il. 15.257; sonst nur sing. fem., z.B. Ἴλιος αἰπεινή Il. 13.773, Ἰλίου αἰπεινῆς 9.419, αἰπεινῇ Καλυδῶνι 13.217, Πήδασον αἰπεινήν 6.35; – Ἴλιον Eur. Andr. 103 Theocr. 15.101; Οἰχαλία Soph. Tr. 855, βάθρον Phil. 988; πυραμίδες Antip.Sid. 52 (IX.58), und oft sp.D. übertragen λόγοι, hochfahrende Reden, Pind. N. 5.32, σοφία, tiefe W., Ol. 9.116.
Russian (Dvoretsky)
αἰπεινός:
1 высоко вздымающийся, высокий (πτολίεθρον, Μυκάλης κάρηνα Hom.; βάθρον Soph.; Ἴλιον Eur., Theocr.; πυραμίδες Anth.);
2 перен. высокий, возвышенный (σοφία Pind.);
3 высокомерный (λόγοι Pind.);
4 недоступный, непостижимый, загадочный (μαντεῖα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰπεινός: -ή, -όν, (αἰπὺς) ποιητ. ἐπίθ. ὑψηλός, ἐπηρμένος, ἐπὶ πόλεων ὑψηλὰ κειμένων, Ὁμ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 99 b. Σοφ. Τρ. 858, Φ.1000: - περὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Ἰλ. Β. 869, Ὀδ. Ζ. 123. ΙΙ. μεταφ. 1) αἰπεινοὶ λόγοι = ἀπότομοι, ἀπερίσκεπτοι, πονηροὶ λόγοι, Πινδ. Ν. 5. 99, ἔνθα ἴδε τὸν Dissen. 2) δύσκτητος, σοφίαι μὲν αἰπειναί, ὁ αὐτ. Ο. 9.161· αἰπ. μαντεῖα, = δύσκολα, Εὐρ. Ἴων 739.
English (Autenrieth)
English (Slater)
αἰπεινός
1 steep
a lit., αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν (P. 4.76) Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (N. 9.5)
b met., difficult — σοφίαι μὲν αἰπειναί hard to reach (O. 9.108) τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι repugnant, distasteful (N. 5.32)
Greek Monotonic
αἰπεινός: -ή, -όν (αἰπύς),
I. υψηλός, υπερήφανος, υπεροπτικός, σε Όμηρ.
II. μεταφ.·
1. καμωμένος βιαστικά, βιαστικός, απερίσκεπτος — αἰπεινοὶ λόγοι, σε Πίνδ.
2. αυτός που δύσκολα κατακτάται, κερδίζεται, σε Πίνδ., Ευρ.
Middle Liddell
αἰπύς
I. high, lofty, Hom.
II. metaph.,
1. precipitate, hasty, Pind.
2. hard to win, difficult, Pind., Eur.