πάγκλαυτος
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
v. πάγκλαυστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait lamentable.
Étymologie: πᾶς, κλαίω.
German (Pape)
= πάγκλαυστος.
Russian (Dvoretsky)
πάγκλαυτος: Aesch. = πάγκλαυστος.
English (Woodhouse)
(see also: πάγκλαυστος) distressing, lamentable