σύρροια
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
v. συρροή.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και σύνροια Α συρρέω
συρροή («ἡ... ἐς τὴν γαστέρα ξύρροια τοῦ πύου», Αρετ.).
German (Pape)
ἡ, = σύρρευσις, Pol. 2.32.2; vgl. Lobeck Phryn. 497.
Russian (Dvoretsky)
σύρροια: ἡ Polyb. = συρροή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύρροια -ας, ἡ [σύρροος] samenstroming, conflux. Hp. Alim. 23.