ἔπαυλις

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαυλις Medium diacritics: ἔπαυλις Low diacritics: έπαυλις Capitals: ΕΠΑΥΛΙΣ
Transliteration A: épaulis Transliteration B: epaulis Transliteration C: epavlis Beta Code: e)/paulis

English (LSJ)

εως, ἡ, A steading, Hdt.1.111; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Plb.5.35.13, cf.IG14.1284, etc. 2 farm-building, country house, D.S.12.43, Plu.Pomp.24, Alciphr.Fr. 6.1, etc. 3 in military language, quarters, ἔ. ποιεῖσθαι encamp, Pl.Alc.2.149c; ἐπὶ στρατοπεδείᾳ Plb.16.15.5. 4 unwalled village, LXX Le.25.31,al.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 endroit pour passer la nuit, particul. pour le bétail parc, étable;
2 bien de campagne;
3 camp, bivouac.
Étymologie: ἐπί, αὐλή.

German (Pape)

εως, ἡ, ein Landgut, Sp., wie Plut. Pomp. 24, Poplic. 5; DS. 12.43; Ath. V.215a; Meierei und überhaupt = ἔπαυλος; von den Ställen des Augias, Schol. Il. 2.629; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Pol. 5.35.13; τὴν ἔπαυλιν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῇ τῶν ἐναντίων στρατοπεδείᾳ, sein Lager aufschlagen, sein Quartier nehmen, id. 16.15.5, wie Plat. Alc. II, 149c.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαυλις: εως ἡ
1 загон, стойло Her., Polyb.;
2 имение, поместье Diod., Plut.;
3 лагерь, стоянка, бивак, Plat., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαυλις: -εως, ἡ, ἀγροτικὴ κατοικία βουκόλου, μάνδρα, Ἡρόδ. 1. 111· οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῖ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν, αὐλίζεσθαι ἐν τῇ αὐτῇ μάνδρᾳ, Πολύβ. 5. 35, 13, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 11. 2) ὑποστατικόν, τὸ Τουρκιστὶ λεγόμενον «τσιφλίκι», οἰκία ἀγροτική, Διόδ. 12. 43, Πλουτ. Πομπ. 34, κλ. 3) ἐν στρατιωτικῇ γλώσσῃ, κατάλυμα, ἐπ. ποιεῖσθαι, καταλύειν, στρατοπεδεύειν, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 149C· ἐπὶ τόπῳ Πολύβ. 16. 15, 5.

English (Strong)

from ἐπί and an equivalent of αὐλή; a hut over the head, i.e. a dwelling: habitation.

English (Thayer)

ἐπαυλισεως, ἡ (ἐπί and αὖλις tent, place to pass the night in; hence, a country-house, cottage, cabin, fold), a farm; a dwelling (A. V. habitation): Diodorus, Plutarch, others; also a camp, military quarters, Plato, Polybius)

Greek Monotonic

ἔπαυλις: -εως, ἡ, = το επόμ., σε Ηρόδ.· στάνη, μάντρα για πρόβατα.

Middle Liddell

ἔπ-αυλις, εως = ἔπαυλος, Hdt.]
a fold, Hdt.

Chinese

原文音譯:œpaulij 誒普-凹利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-庭院 相當於: (חָצֵר‎ / חֲצֵרִים‎)
字義溯源:遮身茅舍,住處,家園,住宅;由(ἐπί)*=在⋯上)與(αὐλή)=場地)組成;其中 (αὐλή)出自(ἀήρ)=空氣),而 (ἀήρ)出自(Ἄζωτος)X*=吹,呼吸)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 住處(1) 徒1:20