ὑψίβατος

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐβᾰτος Medium diacritics: ὑψίβατος Low diacritics: υψίβατος Capitals: ΥΨΙΒΑΤΟΣ
Transliteration A: hypsíbatos Transliteration B: hypsibatos Transliteration C: ypsivatos Beta Code: u(yi/batos

English (LSJ)

ον, set on high, πόλιες Pi.N.10.47; τρίπους S.Aj.1404 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui monte ou s'élève ; haut, élevé.
Étymologie: ὕψι, βαίνω.

German (Pape)

hoch einhergehend, schreitend, stehend; πόλιες Pind. N. 10.47; τρίπους Soph. Aj. 1383.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίβᾰτος: высокий (Ἀχαιῶν πόλιες Pind.; τρίπους Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίβᾰτος: -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· ὑψίβατος τρίπους, «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων χυτρόπους» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.

English (Slater)

ὑψίβᾰτος, -ον lofty Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες (N. 10.47)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», Πίνδ.)
2. (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή βάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βατός (βαίνω), πρβλ. εὔβατος].

Greek Monotonic

ὑψίβᾰτος: -ον, αυτός που βρίσκεται ψηλά, ψηλά τοποθετημένος, σε Πίνδ., Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-βᾰτος, ον,
set on high, high-placed, Pind., Soph.