ἀνερμάτιστος

From LSJ
Revision as of 14:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "n’a" to "n'a")

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερμάτιστος Medium diacritics: ἀνερμάτιστος Low diacritics: ανερμάτιστος Capitals: ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anermátistos Transliteration B: anermatistos Transliteration C: anermatistos Beta Code: a)nerma/tistos

English (LSJ)

ον, A without ballast, ὥσπερ τὰ ἀ. πλοῖα Pl.Tht.144a; unstable, Olymp.in Mete.147.4, cf. Gal.UP2.14. 2 metaph., ἀ. τράπεζα an empty table, Plu.2.704b; unstable, εἶδος Dam.Pr.413; also of persons, without ballast, Ph.2.451, Plu.2.501d, Plot.1.8.8; ἀ. ἐαθέντα τὰ μεγάλα Longin.2.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene lastre πλοῖα Pl.Tht.144a, cf. Hsch.
inestable, movedizo ὁ Τάρταρος Olymp.in Mete.147.4.
2 fig. de pers. inseguro, sin principios Plu.2.501d, Plot.1.8.8
inestable τὰ μεγάλα Longin.2.2, εἶδος Dam.Pr.413.
3 fig. vacío τράπεζα Plu.2.704b.

German (Pape)

[Seite 226] nicht mit Ballast beschwert, πλοῖα Plat. Theaet. 144 a; τράπεζα, unbesetzt, Plut. Symp. 7, 4, 6. Dah. schwankend, unbeständig, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a pas d'aplomb, d'assiette.
Étymologie: , ἑρματίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνερμάτιστος:
1 ненагруженный, порожний (πλοῖα Plat.);
2 ненакрытый, пустой (τράπεζα Plut.);
3 перен. неустойчивый, шаткий (ἄνθρωπος ἀκυβέρνητος καὶ ἀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερμάτιστος: -ον, ὁ ἄνευ ἕρματος, ἤτοι «σαβούρας», ὥσπερ τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. τράπεζα, κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, μετέωρος, ἄστατος, αὐτόθι 501D, «κοῦφος τὴν διάνοιαν» Πολυδ. Ε΄, 121, - «ἀνερμάτιστος ναῦς· κούφη σαβούρας» Ἡσύχ. - Ρουγκ. Λογγῖν. 2. 2. - Ἐπίρρ. -στως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1713, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνερμάτιστος, -ον)
1. (για πλοία) χωρίς έρμα, σαβούρα
2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση
2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα
αρχ.
ο άδειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, υποστήριγμα»].

English (Woodhouse)

without ballast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μετέωρος, ἄστατος, χωρίς βάση). Ἀπό τό α στερητ. + ἑρματίζω (=στηρίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἕρμα.