ἄκτιστος

From LSJ
Revision as of 12:04, 3 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " • Diccionario Micénico: " to "<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

German (Pape)

[Seite 86] nicht gebaut, ungeschaffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκτιστος: -ον, ὁ μὴ ἐκτισμένος, ὁ ἀδημιούργητος, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 increado, que no es criatura (Πυθαγόρας) ἀόρατον δὲ καὶ ἄκτιστον καὶ νοητὸν ὑπελάμβανεν εἶναι τὸ πρῶτον Plu.Num.8, de la naturaleza o ser divinos, Gr.Naz.M.35.1164A, de la Trinidad, Gr.Nyss.Eun.1.279, Epiph.Const.Haer.69.56, 76.49, cf. Hsch., Gloss.2.224.
2 adv. -ως de forma increada Epiph.Const.Haer.76.47.
• Diccionario Micénico: a-ki-ti-to (?).

Greek Monolingual

και άχτιστος, -η, -ο (AM ἄκτιστος, -ον)
νεοελλ.
(για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί
αρχ.
αδημιούργητος
μσν.
«ἄκτιστον φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε έκσταση
θεωρείται ως το αδημιούργητο θείο φως, που περιέχυσε τον Ιησού στο όρος Θαβώρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κτιστός < κτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκτιστος -ον [ἀ-, κτίζω niet geschapen, niet gesticht, niet opgericht.