προστίθημι
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
Dor. ποτίθημι, also aor. inf. A ποιθέμεν IG42(1).121.17 (Epid.); ποτθέμειν prob. in Epich.170.8: late pres. προστιθῶ Ps.- Luc.Philopatr.18,27; imper. προστίθει A.Pr.83: fut. προσθήσω: aor. προσέθηκα, pl. -έθεμεν, subj. προσθῶ Th.4.86, Ion. προσθέω Hdt.1.108:— Med., fut. προσθήσομαι LXX Ex.14.13: aor. 1 προσεθηκάμην Hdt.4.65: more freq. aor. 2 προσεθέμην, subj. προσθῶμαι (not πρόσθωμαι), 3sg. opt. προσθεῖτο D.6.12, but πρόσθοιτο Id.11.6; Dor. part. ποτθέμενος, Πρακτικά 1931.89 (Dodona): pf. -τέθειμαι LXX De.23.15:—Pass., aor. 1 προσετέθην Th.3.82: fut. -τεθήσομαι LXX Nu.27.13, al. (-τεθήσεσθαι is f.l. ib.Ex.5.7): but the pf. Pass. is chiefly supplied by πρόσκειμαι:—put to, χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Od.9.305; π. τὰς θύρας, τὴν θύραν, put to, close the door, Hdt.3.78, Lys.1.13; τὰς πύλας Th.4.67; κλίμακας [τοῖς πύργοις] Id.3.23; κόμῃ προσθεῖσα βόστρυχον holding it close to... A.Ch.229; χέρα ἐλάτῃ E.Ba. 1110; γόνασιν ὠλένας Id.Andr.895, cf. S.Ph.942; τοῖς καλλίστοις τοῦ ζῴου τὰ κάλλιστα φάρμακα Pl.R.420c; π. μύωπας apply the spur, Plb.11.18.4; π. χεῖρ' ἐπὶ πρόσωπα E.Ph.1699; apply a pessary, Hp. Nat.Mul.32, Sor.1.62, al.; κύαθον Arist.Pr.890b24:—Pass., of pessaries, Dsc.1.76, al., Sor.1.35, al. 2 hand over, deliver to, θεῶν γέρα . . ἐφημέροισι προστίθει A.Pr.83, cf. h.Merc.129; τινὶ γυναῖκα π. give her to him as wife, Hdt.6.126; but π. γυναικὶ τάλαντον, as a dower, Hyp.Lyc.13; π. τινὰ ἄλλῳ πατρί E.Ion1545; Ἅιδῃ ἐμὸν δέμας Id.Hec.368, cf. IA540; π. τινὰ πυρί Id.Supp.948; σφαγέντα παῖδα π. πόλει Id.Ph.964; τισὶ π. πόλιν Th.4.86; τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν ἑαυτῷ D.C.52.14; also νᾶσον εὐκλέϊ π. λόγῳ Pi.N.3.68. 3 give besides or give also, φερνάς E.Hipp.628; προῖκα D.19.195; χρήματα Id.18.239, etc.; πίστιν ὑμῖν Id.54.42; τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Men.557: abs., spend money, οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθεὶς ἂν ἡδέως Pl.Euthphr.3d, cf. Arist.EN1130a25, Iamb.Protr.9. II impose upon, πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω Hdt.1.108, cf. 3.62: c. inf., π. τινὶ πρήσσειν Id.5.30; π. μέτρον impose measure or bounds, A.Ch.796 (lyr.); π. τινὶ ἀτιμίην impose, inflict disgrace upon him, Hdt.7.11; π. <φθόρον; A.Ch.482; ἐπ' ἐμαυτῷ ἀράς S.OT820; ὄκνον Id.Ant.243; αύτὸς αὑτῷ τὴν βλάβην Id.Fr.350; λύπην, πόνους, E.Supp.946, Heracl. 505; ἀναλώματα IG14.830.12 (Puteoli, ii A.D., Pass.); π. τινὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε strike him dumb with fear, E.Hel.549; ἐνθύμιον τοῖς ζῶσι Antipho 3.1.2; τισὶ ζημίας Th.3.39; π. φιλανθρωπίαν εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα employ it on... D.19.140. 2 attribute or impute to, τῷ θεῷ τὴν αἰτίαν E.Ion 1525, cf. Th.3.39 (Pass.); π. θράσος μοι impute boldness to me, E.Heracl.475; θεοῖσι π. ἀμαθίαν Id.Hipp.951; ἀπληστίαν λέχους γυναιξί Id.Andr.219; τὸ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη Th.3.82. III add, τάδε τούτοισι Hdt.1.20, al.; πρὸς [τῇ γνώμῃ] ἔργα Id.4.139; ἄλλον πρὸς ὦν ἔθηκαν χρυσόν ib.196; χάριτι χάριν E.HF327; νοσοῦντι νόσον Id.Alc.1048; π. τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε Th.2.35, cf. Hdt.2.136 (Pass.), Pl.R.468b; προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (for πλέον ἤ . . ) ib.335a; ἄγγελλε δ' ὅρκον π. S.El.47 (Reiske for ὅρκῳ codd., cf. ὅρκου προστεθέντος Fr.472; ὀμόσας . . προσθείς τε χεῖρα δεξιάν Ph.942); τὴν στήλην ὕστερον προσέθηκε IG12.374.174; τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις οὔτ' ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι Arist.EN 1106b11; ἐάν τι ἀφέλωμεν ἢ προσθῶμεν ἢ μεταθῶμεν Pl.Cra.432a; π. γράμματα ib.418a, cf. 431c; also π. ἐπὶ τοῖσδε χάριν S.Tr.1253; ἵππον πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63; πρὸς τὸν μισθὸν ἑκάστῳ ὀβολόν X.HG1.5.6, cf. Pl.Phlb.33c: abs., make additions, Th.3.45; πρὸς τὰ ὑπάρχοντα -τιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται Arist.Rh.1359b28; make additions to a story, improve it, Id.Po.1460a18; also of actors, ib.1461b30: especially of adding articles to statements or documents, προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ' ἀφελεῖν Isoc.12.264, cf.POxy.1062.4 (ii A.D.), etc.; π. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Foed. ap. Th.5.23, cf. 29; π. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Foed.ib.47; πρὸς τὰς συνθήκας Foed. ap. Plb.21.43.27; π. ὅτι . . D.18.231; of entries in accounts, προσετέθη τὰ τέλη τῷ κυριακῷ λόγῳ PAmh.77.15 (ii A.D.), cf. BGU620.15 (iv A.D.), etc.; προστίθημι τινὶ ἀργύριον = pay, PMich.Zen.28.24 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.647.56 (iii B.C.), PRyl.153.27 (ii A.D.); πρόσθες εἰς ὄνομα Ἐπωνύχου]] credit to account of E., Ostr.1159 (ii/iii A.D.); pay in, deposit gold in a bank or mint, PCair.Zen.23.32 (iii B.C.). 2 c. acc. pers., τίνα τῇδε προστιθῶ στάσει; A.Ch.114; Ἀθηναίοις π. σφᾶς αὐτούς join their party, Th.3.92; π. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ ἰδίοις κέρδεσι, Id.8.46,50. 3 Math., add, πὸτ ἀριθμόν . . φᾶφον Epich.170.8 (prob.); [χωρίον] ἕτερον αὐτῷ τουτὶ ἴσον Pl.Men.84d; πρὸς πεπερασμένον ἀεὶ π. Arist.Ph.266b2:—Pass., εἴ κα . . ποτὶ τὸ ἕτερον τῶν βαρέων ποτιτεθῇ, . . ῥέπειν ἐπὶ τὸ βάρος ἐκεῖνο ᾧ ποτετέθη Archim.Aequil.1 Def.2, cf. Euc. 1Ax.2, etc.; κοινοῦ -τεθέντος Papp.742.15. 4 in Logic, add some determining word, opp. ἀφαιρεῖν, Arist.APo.91b27, cf.EN1147b33. 5 in LXX and NT, continue or repeat an action, c. inf., προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι LXX Ge.18.29; οὐ προσθήσω ἔτι πατάξαι ib.8.21; οὐ μὴ προσθῶ πεῖν I will not drink again, Ev.Marc.14.25 (v.l.); also προσθεὶς Ἰὼβ εἶπεν Job continued and said, LXX Jb.27.1; προσθεὶς εἶπε παραβολήν Ev.Luc.19.11; προσθεῖσα ἔτεκεν υἱόν she bore another son, LXX Ge.38.5:—also in Med., v. infr. B.111. B Med., side with one, οἷς ἂν σὺ προσθῇ S.OC1332, cf. Th.3.11, 8.48, 87, D.6.12, 11.6, 52.25; τῷ ἀστῷ π. to be favourable, be well-inclined to him, Hdt.2.160, cf. D.43.34; τῇ ἡδονῇ side with pleasure, Arist.MM1201a2: abs., come in, submit, Epist.Phil. ap. D.18.39. 2 assent, agree, οὔ οἱ ἔγωγε π. τῇ γνώμῃ Hdt.1.109, cf. 3.83, Th.6.50, X. An.1.6.10; τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Hdt.2.120; τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Pl. Lg.674a: later c. inf., consent, bring onself to, J.AJ19.1.8. 3 φῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι will deposit this vote in favour of Orestes, i.e. will vote in his favour, A.Eu.735; ἡμῖν ἂν προσθέμενοι τὴν φῆφον εὐορκοίητε D.57.69; so μὴ μιᾷ φήφῳ π. (sc. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Th.1.20; φῆφον π. ἐναντίαν τινί ib.40; φῆφον π. ὥστε ἀποκτεῖναι OGI218.102 (Ilium, iii B.C.). 4 Math., add, Sammelb. 6951 ii 30, al. (ii A.D.). II c. acc. pers., associate with oneself, i.e. take to one as a friend, ally, or helper, win over, π. τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν Hdt.5.69, cf. Th.6.18; εἰ στρατὸν προσθέοιτο φίλον Hdt. 1.53, cf. 69, S.OC404; ταύτην προσθοῦ δάμαρτα take her to wife, Id.Tr.1224: also in bad sense, πολέμιον π. τινά X.Cyr.2.4.12. 2 c. acc. rei, apply to oneself, βάλανον Hp.Epid.1.26.a', cf. 4.30 (abs., ib.1.26.δ'); ὀξύβαφον προσθοῦ λαβών Ar.Av.361; πατρὸς στέρνα προσθέσθαι θέλω E.HF1408: metaph., put on, τῇ ὄφει ἀχθηδόνας Th.2.37; add to oneself, gain, τί ἂν προσθείμην πλέον; what should I be profited? S.Ant.40; π. χάριν, = ἐπιχαρίζεσθαι, Id.OC767; especially of evils, bring or take upon onself, πρὸς κακοῖσι κακόν A.Pers.531; μέριμναν S. OT1460; κακά E.Heracl.146; ἄχθος ἐπ' ἄχθει π. διπλοῦν Id.Andr.396; οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, Th.1.78, 144; ἔχθρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις π. Pl.Prt.346b. b bring upon others, οἱ . . πόλεμον προσεθήκαντο = made war upon him, Hdt.4.65; οὐκ ἄν σφι Σπαρτιήτας μῆνιν οὐδεμίαν προσθέσθαι vented any wrath upon... Id.7.229. III in LXX and NT, continue or repeat an action (cf. supr. A.111.5), οὐ προσθήσεσθε ἔτι ἰδεῖν αὐτούς LXX Ex.14.13; προσέθετο πέμφαι ἕτερον Ev. Luc.20.11; προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον he caused Peter also to be arrested, Act.Ap.12.3; also Φαραὼ προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν LXX Ex.9.34; οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι ib.Ge.8.12.
German (Pape)
[Seite 782] (s. τίθημι), dazu, daran, hinan setzen; χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον, ὃν προσέθηκεν, Od. 9, 305; θύρας, die Thürflügel anlehnen u. schließen, Her. 3, 78, wie θύραν, Lys. 1, 13; κλίμακας πύργοις, anlegen, Thuc. 3, 23; σοῖς προστίθημι γόνασιν ὠλένας ἐμάς, Eur. Andr. 896; πρῆγμά τινι, Einem noch dazu ein Geschäft auf legen, Her. 1, 108. 3, 62, wie τόδ' ἔργον προστιθεὶς ἐμῷ τέκνῳ, Eur. Suppl. 27; πονους τινί, Heracl. 506; θεῶν γέρα συλῶν ἐφημέροισι προστίθει, Aesch. Prom. 83; μέγαν προσθεῖσα Αἰγίσθῳ μόρον, Ch. 475; μέτρον, 785; ἐπ' ἐμαυτῷ τὰς ἀράς, Soph. O. R. 820; ἐπεὶ ἀνάγκην προστιθεῖς ἡμῖν θανεῖν, Eur. Herc. F. 710; vgl. Xen. Cyr. 2, 4, 12; τὸ στόμα πρὸς τὸ στόμα προσθήσεις, Mem. 2, 6, 39; – hinzusetzen, hinzufngen; H. h. Merc. 129; εὐλογίαν προστιθείς, Pind. Ol. 5, 24; νᾶσον προσέθηκε λόγῳ, N. 3, 68, d. i. er feierte die Insel in der Rede; κόσμον ἀγάλματι, Eur. Hipp. 631; χάριτι χάριν, Herc. F. 327; νοσοῦντι νόσον, Alc. 1051; εὐκλεᾶ βίον παισίν, Hipp. 717; auch λύπην τινί, Suppl. 946; Ὀρέστῃ ψῆφον, Aesch. Eum. 705; μὴ καί τι πρὸς κακοῖσι πρόσθηται κακόν, Pers. 523; μνημεῖ' Ὀρέστου ταῦτα προσθεῖναί τινα, Soph. El. 921; κἀπὶ τοῖσδε τὴν χάριν ταχεῖαν πρόσθες, Tr. 1243; τὰ δεινὰ γάρ τοι προστίθησ' ὄκνον πολύν, Ant. 243, wie βλάβην τινί, frg. 321; auch med., ταύτην πρόσθου δάμαρτα, nimm dir zur Frau, Tr. 1224; vgl. Her. 6, 126, προσθεῖναί τινι γυναῖκα, Einem ein Weib geben; u. = act., τῶν ἀρσένων μή μοι πρόσθῃ μέριμναν, Soph. O. R. 1460, mache mir nicht Sorge über sie; χάριν προσθέσθαι = χαρίσασθαι, O. C. 771; πλέον προσθείμην, sich mehr hinzufügen, d. i. Vortheil haben, Ant. 40; – τῷ θεῷ προστιθῇς τὴν αἰτίαν, zuschieben, beimessen, Eur. Ion 1525; θεοῖσι προσθεὶς ἀμαθίαν, Hipp. 951; – προσθεῖναί τινι ἀτιμίην, beilegen, zuschreiben, Her. 7, 11; Thuc. oft; προστίθημι τῷ νόμῳ, zum Gesetze hinzusetzen, Plat. Rep. V, 468 d; auch absolut, σὺ δὲ προστίθης, ib. I, 339 b; Gegensatz ἐλλείπω, Crat. 431 d, ἐξαιρέω, von Buchstaben, 418 a; ἐάν τι ἀφέλωμεν ἢ προσθῶμεν, 432 a; er vrbdt auch κελεύεις ἡμᾶς προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς τὸ πρῶτον ἐλέγομεν, Rep. I, 335 a, statt πλέον θεῖναι ἤ; προσθήσει καὶ ἀναλώσει τῆς οὐσίας, zusetzen, vermehren, IX, 591 e; Xen. u. Folgde. – Ader auch ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις, Men., daransetzen, zusetzen, einbüßen; – προστιθέναι τινὰ τῷ κατθανεῖν, Einen zum Tode verurtheilen. – Im med. sich Einem anschließen, ihm beistimmen, sc. τὴν ψῆφον oder γνώμην, ἔτι μᾶλλον προσθείμην ἂν τῷ Καρχηδονίων νόμῳ, Plat. Legg. II, 674 a; τῇ γνώμῃ, Her. 1, 109. 3, 83. 6, 109; Xen. An. 1, 6, 10; τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι, Her. 2, 120, τῷ ἀστῷ, d. i. ihm günstig, geneigt sein, 2, 160, Thuc. oft, z. B. Ἀθη ναίοις προσθέμενον, 8, 48; Folgde, vgl. Pol. 1, 16, 3. 5, 71, 1; – προστίθεσθαί τινα, sich Einen beifügen, ihn zum Bundesgenossen, Gehülfen machen, ihn mit sich verbinden, Her. 1, 53. 69. 3, 74 u. oft; Thuc. προσεθέμεθα αὐτούς, 6, 18, Schol. ξυμμάχους ἐποιησάμεθα; Folgde; aber auch πολέμιον, sich Einen noch dazu zum Feinde machen; ἰσχύν, seine Macht vergrößern; προστίθεσθαι πλέον, zunehmen; ὥςτε ἔχθρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις προστίθεσθαι, noch hinzufügen, Plat. Prot. 346 d; – πόλεμόν τινι, Einem den Keieg erklären, Her. 4, 65; μῆνιν προσθέσθαι τινί, Zorn gegen Einen hegen, 7, 229; – τινί τι προσθέσθαι, Einem Etwas ans Herz legen, dringend anempfehlen.
French (Bailly abrégé)
f. προσθήσω, ao. προσέθηκα, ao.2 προσέθην;
Pass. ao. προσετέθην, etc.
I. (πρός, auprès);
1 placer auprès ou contre, apposer, appliquer sur : κλίμακας πύργοις THC appliquer des échelles contre des tours ; τὸ στόμα πρὸς τὸ στόμα XÉN appliquer sa bouche sur celle d'un autre ; avec un seul rég. λίθον OD appliquer une pierre contre ; τὰς πύλας THC fermer les portes ; fig. attribuer, assigner : μέτρον ESCHL fixer la mesure ; imputer : αἰτίαν τινί THC à qqn la cause (de qch) ; conférer, accorder ; γυναῖκά τινι HDT une jeune fille pour femme à qqn;
2 en mauv. part imposer : ἀτιμίην τινί HDT infliger un déshonneur à qqn ; τὸ καρτερόν ESCHL faire violence;
3 remettre, livrer, abandonner : πόλιν THC livrer une ville ; ᾍδῃ δέμας EUR livrer un corps à Hadès;
4 causer, produire : ὄκνον πολύν SOPH causer une grande hésitation;
II. (πρός, outre) placer en outre ; ajouter : φερνάς EUR donner une dot outre (la femme) ; νοσοῦντι νόσον EUR envoyer une nouvelle maladie à un malade;
Moy. προστίθεμαι (f. προσθήσομαι, ao. προσεθηκάμην, etc.);
I. tr. 1 poser vers ou contre, porter vers : ψῆφόν τινι ESCHL donner son suffrage à qqn, voter en faveur de qqn ; ψῆφον πρ. ἐναντίον τινί THC voter contre qqn ; πόλεμόν τινι HDT porter la guerre à qqn ; μῆνίν τινι HDT décharger sa colère sur qqn;
2 approcher de soi, attirer vers soi ou sur soi : δάμαρτα SOPH prendre une épouse ; τὸν δῆμον HDT se concilier le peuple ; φίλον τινά HDT se concilier l'amitié de qqn ; ἄχθος EUR, ἄλγος EUR s'attirer une peine, une douleur;
3 ajouter : πρὸς κακοῖσι κακόν ESCHL un nouveau mal à d'autres maux ; τινα πολέμιον πρὸς τοῖς ἄλλοις XÉN se faire de qqn un ennemi ajouté aux autres;
II. intr. s'adjoindre à, s'associer à, prendre parti pour ; τινί, se mettre du parti de qqn ; ψήφῳ τινί THC se ranger, par son vote, du côté de qqn ; avec un rég. de chose : τῇ γνώμῃ HDT donner son assentiment à l'opinion de qqn, approuver l'avis de qqn.
Étymologie: πρός, τίθημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-τίθημι, Dor. ποτιτίθημι, later praes. them. προστιθῶ; aor. 1 plur. προσέθεμεν en later προεθήκαμεν, Ion. med. 3 plur. προσεθήκαντο, Ion. conj. προσθέω, opt. med. 3 sing. προσθεῖτο en προσθοῖτο, Ion. προσθέοιτο; perf. med. πρόσκειμαι, bij... zetten act., met acc. en dat., of alleen acc. tegen... zetten:; λίθον ὄβριμον ὃν προσέθηκεν de stevige steen die hij ertegen aan (tegen de opening) had gezet Od. 9.305; χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ zij legden hun arm om de dennenboom Eur. Ba. 1110; κλίμακας προσθέντες... τοῖς πύργοις na ladders tegen de muren te hebben gezet Thuc. 3.23.1; abs. dichtdoen, toedoen:; προσθεῖναι τὰς θύρας de deur dicht doen (door de twee deurvleugels tegen elkaar te brengen) Hdt. 3.78.3; op... leggen, aanbrengen op, op... doen:; οὐ τοῖς καλλίστοις τοῦ ζῴου τὰ κάλλιστα φάρμακα προστίθεμεν wij brengen niet de mooiste kleuren op de mooiste lichaamsdelen aan Plat. Resp. 420c; overdr. toepassen:. ἐὰν δὲ προστιθῇ τὸ καρτερόν als iemand geweld toepast Aeschl. Suppl. 612; τὴν φιλανθρωπίαν... ταύτην προσθέντ ( α ) die bekende welwillendheid aan de dag leggend Dem. 19.140. bij... leggen, toedelen, bezorgen, opleggen:; πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω de taak die ik je opdraag Hdt. 1.108.4; τούτῳ γυναῖκα προσθεῖναι hem een vrouw bezorgen Hdt. 6.126.1; σφαγέντα παῖδα προσθεῖναι πόλει het offer van mijn zoon aan te bieden aan de stad Eur. Phoen. 964; μὴ ἐγώ τισι προσθῶ τὴν πόλιν bang dat ik de stad aan bepaalde lieden uitlever Thuc. 4.86.3; προσθέντες ἄλλοισιν πόνους anderen last bezorgend Eur. Hcld. 505; ζημίας π. straf opleggen Thuc. 3.39.7; λύπην... προσθεῖναι verdriet bezorgen Eur. Suppl. 946; τῷ θεῷ προστίθης τὴν αἰτίαν jij legt de verantwoordelijkheid bij de godheid Eur. Ion 1525; ἀπληστίαν λέχους πάσαις γυναιξί προστιθεῖσ’ ἂν ηὐρέθης dan zou uitkomen dat je de vrouw een onverzadigbare wellust toeschreef Eur. Andr. 219; met dat. en inf..; προσέθεσαν τῷ Ἀρισταγόρῃ πρήσσειν zij gaven Aristagoras opdracht te handelen Hdt. 5.30.6; leiden tot, veroorzaken:. τὰ δεινὰ... προστίθησ’ ὄκνον vreeswekkende zaken veroorzaken aarzeling Soph. Ant. 243. toevoegen, bij... doen:; τίν’ οὖν ἔτ’ ἄλλον τῇδε προστιθῶ στάσει; wie moet ik verder nog opnemen in deze groep? Aeschl. Ch. 114; μὴ νοσοῦντί μοι νόσον προσθῇς voeg geen ziekte toe aan mijn zieke persoon Eur. Alc. 1048; ὀμόσας... προσθείς τε χεῖρα δεξιάν na te hebben gezworen en met zijn rechterhand de eed te hebben bekrachtigd Soph. Ph. 942; προσθεὶς γὰρ ὁ... πατὴρ φερνὰς ἀπῴκισ ( ε ) de vader laat haar uit het huis vertrekken en geeft een bruidschat op de koop toe Eur. Hipp. 628; προσθεὶς ἑαυτὸν zich aansluitend bij Thuc. 8.46.5; abs..; προστιθεὶς (sc. μισθόν ) er geld bijleggend Plat. Euthyph. 3d; abs..; οὔτ’ ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι je kunt niets wegnemen of toevoegen Aristot. EN 1106b11; spec. van woorden; Μιλήσιοι δὲ τάδε προστιθεῖσι τούτοισι de Milesiërs voegen het volgende daaraan toe Hdt. 1.20; καὶ οὐκέτι προστίθημ’ ὅτι en dan hoef ik niet meer toe te voegen dat... Dem. 18.231; NT in comb. met ander werkw. ( vgl. 2d). προσθεὶς εἶπε παραβολήν hij heeft verder nog een gelijkenis verteld NT Luc. 19.11. med. naar zich toe brengen; met acc..; πατρός... στέρνα προσθέσθαι θέλω ( lett. ik wil mijn vaders borst tegen mij aandrukken) ik wil mij aan mijn vaders borst drukken Eur. HF 1408; overdr..; προσθοῦ δάμαρτα neem haar tot je vrouw Soph. Tr. 1224; προσθέσθαι μέριμναν zich zorgen maken Soph. OT 1460; τί... ἂν... προσθείμην πλέον; wat zou ik ermee opschieten? Soph. Ant. 40; overdr..; τὸν Ἀθηναίων δῆμον... πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν προσεθήκατο hij bracht het Atheense volk aan zijn kant Hdt. 5.69.2; geneesk.. προσθέσθαι βάλανον zich een zetpil toedienen Hp. Epid. 1.26.1. toedelen, bezorgen, met acc. en dat.: ὥς οἱ... πόλεμον προσεθήκαντο dat zij hem met een oorlog hadden opgezadeld Hdt. 4.65.2; οὐκ ἄν σφι... μῆνιν... προσθέσθαι (naar mijn mening) zouden zij geen wrok tegen hen hebben gekoesterd Hdt. 7.229.2; οὐκ ἤθελες θέλοντι προσθέσθαι χάριν jij wilde mij niet terwille zijn Soph. OC 767; ψῆφον δ’ Ὀρέστῃ τήνδ’ ἐγὼ προσθήσομαι ik zal mijn stem hier ten gunste van Orestes uitbrengen Aeschl. Eum. 735. zich aansluiten bij, partij kiezen voor, met dat.:; οὔ οἱ ἔγωγε προσθήσομαι τῇ γνώμῃ ik zal mij niet bij zijn besluit aansluiten Hdt. 1.109.2; οἷς ἂν σὺ προσθῇ voor wie jij partij zou kiezen Soph. OC 1332; abs. zijn voorkeur laten blijken:. μὴ μιᾷ ψήφῳ προστίθεσθαι ἑκάτερον, ἀλλὰ δυοῖν dat elk (van beide koningen) niet door middel van één stem, maar met twee stemmen zijn voorkeur kon laten blijken Thuc. 1.20.3. NT in comb. met ander werkw. ( vgl. 1c) toevoegen, erbij doen:. προσέθετο ἕτερον πέμψαι δοῦλον hij zond ook nog een andere slaaf NT Luc. 20.11.
Russian (Dvoretsky)
προστίθημι: дор. ποτιτίθημι
1 прикладывать, приставлять (λίθον Hom.; κλίμακας τοῖς πύργοις Thuc.): στέρνα τινὸς προσθέσθαι Eur. прижать кого-л. к своей груди; χέρα π. ἐλάτη Eur. хвататься рукой за сосну; π. γόνασίν τινος ὠλένας Eur. обнимать чьи-л. колени руками; π. τοὺς μύωπας Polyb. бить шпорами, шпорить;
2 притворять, затворять (τὰς θύρας Her.; τὰς πύλας Thuc.);
3 протягивать (в знак клятвы), простирать (χεῖρα δεξιάν Soph.);
4 тж. med. давать, передавать (τί τινι Aesch., Her.): οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθείς Plat. не только без вознаграждения, но даже приплачивая; π. τινὰ πυρί Eur. предавать кого-л. огню; Ἃιδῃ τινὰ π. Eur. предавать кого-л. Гадесу, т. е. смерти; π. τινὶ πόλιν Thuc. передавать кому-л. город; τινά τινι γυναῖκα προσθεῖναι Her. выдать кого-л. за кого-л. замуж; προσθέσθαι τινὰ δάμαρτα Soph. взять кого-л. в жены;
5 накладывать, налагать, возлагать (πρῆγμά τινι Her.; τινὶ ζημίας Thuc.): π. τινὶ ἀτιμίην Her. покрывать кого-л. позором; τὰς ἀράς τινι π. Soph. осыпать кого-л. проклятиями; π. τινὶ πρήσσειν τῇ δύναιτο ἄριστα Her. поручить кому-л. действовать как можно лучше; ἐν δρόμῳ π. μέτρον Aesch. умерять бег;
6 тж. med. причинять (τινὶ πόνους Eur.): π. τινὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε Eur. повергнуть кого-л. в немое изумление; πόλεμον προσθέσθαι Her. вступить в войну;
7 приписывать (θράσος τινί Eur.): μὴ τοῖς ὀλίγοις ἡ αἰτία προστεθῇ Thuc. пусть не приписывается эта вина (лишь) немногим;
8 тж. med. прилагать, применять: π. φιλανθρωπίαν εἴς τι Dem. поступать человеколюбиво в чем-л. μῆνιν προσθέσθαι τινί Her. излить свой гнев на кого-л.;
9 тж. med. добавлять, прибавлять, присоединять (τί τινι и πρός τινι Her., Plat. тж. ἐπί τινι Soph. и πρός τι Arst.): ἐάν τι ἀφέλωμεν ἢ προσθῶμεν Plat. если мы что-л. отнимем или прибавим; ἄγγελλε ὅρκον προστιθείς Soph. объяви, подтвердив клятвой; προσθεὶς εἶπε παραβολήν NT он добавил (следующую) притчу; Ἀθηναίοις προσθεῖναι ἑαυτόν Thuc. примкнуть к афинянам; προσθέσθαι τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοίρην Her. привлечь народ на свою сторону; π. ἑαυτὸν ἐς πίστιν τινι Thuc. доверяться кому-л.; προστίθεσθαι τὴν γνώμην τινί или τῇ γνῴμῃ Xen., Dem. присоединяться к чьему-л. мнению; ψῆφόν τινι προστίθεσθαι Dem., Aesch. подавать голос за кого-л.; προσθέσθαι φίλον τινά Her. сделать кого-л. своим другом;
10 присоединять, приобщать (τινὰς τῇ ἐκκλησίᾳ NT).
English (Slater)
προστῐθημι add ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς (O. 5.24) met., link with, τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ καὶ σεμνὸν ἀγλααῖσι μερίμναις Πυθίου Θεάριον (N. 3.68)
English (Strong)
from πρός and τίθημι; to place additionally, i.e. lay beside, annex, repeat: add, again, give more, increase, lay unto, proceed further, speak to any more.
English (Thayer)
imperfect 3rd person singular προσετίθει (προσέθηκα; 2nd aorist προσεθην, imperative πρόσθες (προσθεῖναι, participle προσθείς; passive, imperfect 3rd person plural προσετίθεντο; 1st aorist προσετέθην; 1future προστεθήσομαι; 2nd aorist middle προσεθεμην; from Homer, Odyssey 9,305 down; the Sept. very often for יָסַף, also for אָסַף, etc.;
1. properly, to put to.
2. to add, i. e. join to, gather with any company, the number of one's followers or companions: τινα τῇ ἐκκλησία, R G); τῷ κυρίῳ, τῷ κυρίῳ, or τοῖς πιστεύουσιν, προσετέθη πρός τούς πατέρας αὐτοῦ (he was gathered to his fathers assembled in Sheol (which is לְכָל־חָי מועֵד בֵּית, the house of assembly for all the living, he was added to the bodies cf his ancestors, buried with them in a common tomb; but cf. Knobel on to add viz. to what one already possesses: τί, A. V. here increase); passive, μή προστεθῆναι αὐτοῖς λόγον, R. V. that no word more should be spoken to them)); — to what already exists: (ὁ νόμος) προσετέθη, was added to (supervened upon) namely, the ἐπαγγελία, R L T Tr WH; τί ἐπί τίνι, some thing to (upon) a thing (which has preceded (cf. ἐπί, B. 2d.)), τί ἐπί τί, to a thing that it may thereby be increased, יָסַף) the middle (in the Sept. the active also) followed by an infinitive signifies (to add, i. e.) to go on to do a thing, for to do further, do again (as προσέθετο πέμψαι (לִשְׁלֹחַ וַיֹסֶף), he continued to send (as be had already sent), πάλιν ἀπέστειλεν, προσέθετο συλλαβεῖν καί Πέτρον, be besides apprehended Peter also (A. V. he proceeded etc.), προσθείς εἶπεν, i. e. he further spake (A. V. he added and spake), προσθεῖσα ἔτεκεν, προσθέμενος ἔλαβε γυναῖκα, Winer's Grammar, § 54,5; Buttmann, § 144,14.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, -έω, Α τίθημι
μέσ. προστίθεμαι
συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο
νεοελλ.
φρ. «προστιθέμενη αξία»
(οικον.) η διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση της παραγωγής της και της χρηματικής αξίας που κατέβαλε σε άλλες επιχειρήσεις για να αποκτήσει πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα, δηλαδή οι αμοιβές που καταβάλλονται στους εργαζομένους (μισθοί), στο κεφάλαιο (τόκοι, ενοίκια) και στην επιχειρηματικότητα (κέρδος) για τη συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία της συγκεκριμένης επιχείρησης
αρχ.
1. τοποθετώ κάτι κοντά ή πάνω σε κάτι άλλο («προστιθέναι χεῖρ' ἐπὶ πρόσωπα», Ευρ.)
2. ιατρ. βάζω υπόθετο
3. παρέχω, χορηγώ
4. (γενικά) δίνω («προστιθέναι τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις», Μέν.)
5. πληρώνω
6. επιβάλλω σε κάποιον κάτι
7. προξενώ, προκαλώ («προστιθέναι λύπην», Ευρ.)
8. χρησιμοποιώ
9. αποδίδω κάτι σε κάποιον («προστιθέναι τῷ θεῶ τὴν αἰτίαν, Ευρ.)
10. προσθέτω
11. αυξάνω («πρὸς τὰ ὑπάρχοντα προστιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται», Αριστοτ.)
12. καταθέτω χρήματα σε τράπεζα
13. (στην ΠΔ και ΚΔ) συνεχίζω ή επαναλαμβάνω μια πράξη («προσθεῖσα ἔτεκεν υἱόν» — στη συνέχεια γέννησε κι άλλον γιο, ΠΔ)
14. μέσ. α) προσθέτω
β) είμαι με το μέρος κάποιου
γ) είμαι ευνοϊκός έναντι κάποιου
γ) παραδίδομαι, υποτάσσομαι
δ) συμφωνώ, συγκατανεύω («προστίθεσθαι τῷ Καρχηδονίων νόμῳ», Πλάτ.)
ε) (με αιτ.) κάνω κάποιον σύμμαχο, βοηθό
στ) (με αιτ. πράγματος) εφαρμόζω κάτι στον εαυτό μου («βάλανον προσθεμένην», Ιπποκρ.)
ζ) μτφ. επιφέρω, προκαλώ
η) ωφελώ («τί ἄν προσθείμην πλέον;», Σοφ.) θ) (σχετικά με συμφορά) προξενώ εναντίον μου ή εναντίον άλλου («ἄχθος ἐπ' ἄχθει προστίθεσθαι διπλοῦν», Ευρ.)
15. φρ. α) «προστίθεμαι τὰς θύρας (ή τὴν θύραν ή τὰς πύλας)» — κλείνω την θύρα (ή τις πύλες)
β) «προστιθέναι μύωπας» — χρησιμοποιώ τα σπιρούνια
γ) «ὅρκον προστιθέναι (τῷ λόγῳ)» λέω κάτι προσθέτοντας και όρκο
δ) «προστίθεμαι τῇ ἡδονῇ» — έχω ροπή προς τις ηδονές
ε) «ψῆφον προστίθεσθαι» — ψηφίζω υπέρ κάποιου
στ) «ψῆφον προστίθεσθαι ἐναντίαν τινί» — ρίχνω καταδικαστική ψήφο
ζ) «προστίθεμαι δάμαρτα» — παίρνω σύζυγο.
Greek Monotonic
προστίθημι: Δωρ. ποτι-· προστ. προστίθει, μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ -έθηκα, αόρ. βʹ -έθην, υποτ. -θῶ — Μέσ., αόρ. αʹ -εθηκάμην, αόρ. βʹ -εθέμην, υποτ. -θῶμαι, γʹ ενικ. ευκτ. -θεῖτο — Παθ., αόρ. αʹ -ετεθην·
Α. I. 1. τοποθετώ πλησίον, Λατ. apponere, σε Ομήρ. Οδ.· προστίθημι τὰς θύρας, τοποθετώ στην πόρτα, σε Ηρόδ.· προστίθημι κλίμακας τοῖς πύργοις, σε Θουκ.
2. παρέχω, χορηγώ ή παραδίδω, θεῶν γέρα ἐφημέροισι προστίθει, σε Αισχύλ.· γυναῖκα προστίθημί τινι, την δίνω σε αυτόν ως σύζυγο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. απλώς, δίνω, παρέχω, φερνάς, σε Ευρ.· χρήματα, σε Δημ.
II. 1. προστίθημι πρῆγμά τινι, επιβάλλω περαιτέρω εργασία σε κάποιον, επιφορτίζω, σε Ηρόδ.· επίσης με απαρ., προστίθημί τινι πρήσσειν, στον ίδ.· έπειτα, προστίθημί τινι ἀτιμίην, επιβάλλω σε κάποιον την ατίμωση ως τιμωρία, στον ίδ.· λύπην, πόνους, σε Ευρ.· ζημίας τινί, σε Θουκ.
2. αποδίδω ή καταλογίζω σε κάποιον, αἰτίαν τινί, σε Ευρ.· θράσος τινί, στον ίδ.
III. 1. προσθέτω, προστίθημί τι τῷ νόμῳ, σε Ηρόδ.· ὅρκῳ προστίθημι (ενν. τὸν λόγον), δηλ. πρώτα ορκίζομαι και έπειτα λέω τον λόγο, σε Σοφ.· απόλ., κάνω προσθήκες, επαυξάνω, σε Θουκ.
2. ιδίως λέγεται για την προσθήκη σε έκθεση γεγονότων ή σε έγγραφα, προστίθημί τι περὶ τῆς ξυμμαχίας, στον ίδ.· προστίθημι τῷ δικαίῳ, προσθέτω στον ορισμό της δικαιοσύνης, σε Πλάτ.
3. με αιτ. προσ., προστίθημι ἑαυτόν τινι, προσχωρώ στην παράταξη κάποιου, σε Θουκ. Β. Μέσ.,
I. 1. προστίθεσθαι τὴν γνώμην τινί, προσεταιρίζομαι τη γνώμη κάποιου, δηλ. συμφωνώ με αυτόν, σε Δημ.· απόλ., συναινώ με, οἷς ἂν σὺ προσθῇ, σε Σοφ.· προστίθημι τῷ ἀστῷ, είμαι καλώς διατεθειμένος προς αυτόν, διάκειμαι ευνοϊκά, σε Ηρόδ.· απόλ., υποκύπτω, υποτάσσομαι, σε Δημ.
2. δίνω συγκατάθεση, συμφωνώ με ένα πράγμα, συναινώ, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
3. ψῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι, κυριολεκτικά, θα ρίξω την ψήφο μου για χάρη του Ορέστη, δηλ. θα ψηφίσω υπέρ του Ορέστη, σε Αισχύλ.· ομοίως, μὴ μιᾷ ψήφῳ προστίθεσθαι (ενν. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν, σε Θουκ.
II. 1. με αιτ. προσ., προσεταιρίζομαι κάποιον, δηλ. κάνω κάποιον φίλον, προστίθημί τινα, σε Ηρόδ.· ταύτην πρόσθου δάμαρτα, πάρε αυτή για σύζυγο, σε Σοφ. 2. α) με αιτ. πράγμ., προσθέτω, εφαρμόζω σε εμένα, αποκτώ, πρ. πλέον;, σε τί μπορώ να σε βοηθήσω;, στον ίδ.· πρ. χάριν = ἐπιχαρίζεσθαι, στον ίδ.· λέγεται για συμφορές, επιφέρω κατά του εαυτού μου, σε Τραγ. κ.λπ. β) επιφέρω εναντίον άλλων, προσεθήκαντο πόλεμον, έκαναν πόλεμο, σε Ηρόδ.· μῆνιν προσθέσθαι τινί, ξεσπώ την οργή μου σε κάποιον, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προστίθημι: Δωρ. ποτι-· προστ. προστίθει Αἰσχύλ.· μέλλ. προσθήσω· ἀόρ. α´ προσέθηκα: ἀόρ. β´ (προσέθην), ὑποτακτ. προσθῶ (οὐχὶ πρόσθω, Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 475). - Μέσ., ἀόρ. α´ προσεθηκάμην Ἡρόδ. 4. 65· συνηθέστερον ἀόρ. β´ προσεθέμην, ὑποτακτ. προσθῶμαι (οὐχὶ πρόσθωμαι), γ´ ἑνικ. εὐκτ. προσθεῖτο (κοινῶς πρόσθοιτο) Δημ. 68. 27., 154. 1. - Παθ., ἀόρ. α΄προσετέθην Θουκ. 3. 82· ἀλλ’ ὡς παθητικὸν παραλαμβάνεται κυρίως τὸ πρόσκειμαι, σπανίως καὶ τὸ προσπίπτω. -Τίθημι πρός τι, πλησίον τινός, Λατ. apponere, χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Ὀδ. Ι. 305 (πρβλ. ἐπιτίθημι ΙΙ)· πρ. τὰς θύρας, τὴν θύραν Ἡρόδ. 3. 78, Λυσί. 92. 42· τὰς πύλας Θουκ. 4. 67· κλίμακας τοῖς πύργοις ὁ αὐτ. 3. 23. τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον, πλησιάσα, προσαρμόσασα τὸν βόστρ. εἰς..., Αἰσχύλ. Χο. 230· χέρα ἐλάτῃ Εὐρ. Βάκχ. 1110· γόνασιν ὡλένας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 895, πρ. Σοφ. Φιλ. 942· φάρμακά τινι Πλάτ. Πολ. 420C· μύωπας πρ., βάλλω εἰς ἐνέρειαν τοὺς πτερνιστῆρας, Πολύβ. 11. 18, 4· ὡσαύτως, πρ. χέρα ἐπί τι. Εὐρ. Φοίν. 1199. 2) παρέχω, χορηγῶ, παραδίδω, θεῶν γέρα… ἐφημέροισι προστίθει Αἰσχύλ. Πρ. 83, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 129· γυναῖκα πρ. τινί, παραχωρῶ αὐτὴν εἰς αὐτὸν ὡς σύζυγον, Ἡρόδ. 6. 126· ἀλλά, πρ. γυναικὶ τάλαντον, ὡς προῖκα, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 11· πρ. τινὰ ἄλλῳ πατρὶ Εὐρ. Ἴων. 1545· Ἅιδῃ τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 368, πρβλ. Φοιν. 964, Ι. Α. 540· πρ. τινὰ πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 948· πρ. πόλιν Θουκ. 4. 86· τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν Δίων Κ. 52. 14· - ὡσαύτως, νᾶσον εὐκλέϊ πρ. λόγῳ, ἀντὶ εὔκλειαν νάσῳ, Πινδ. Ν. 3. 120. 3) ἁπλῶς, δίδω, παρέχω, φερνὰς Εὐρ. Ἱππ. 628, πρβλ. Δημ. 402. 5· χρήματα ὁ αὐτ. 307. 7, κτλ.· πίστιν τινὶ ὁ αὐτ. 1270. 9· δῶρα καὶ τιμήν τινι Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 123 Sturz· τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 31· ἀπολ., οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθείς, ἀλλὰ καὶ πληρώνων, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D. ΙΙ. καθόλου, ἐπιβάλλω, ἐπιφορτίζω, πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω, τὸ πρᾶγμα τὸ ὁποῖον θὰ σ’ ἐπιφορτίσω, Ἡρόδ. 1. 108., 3. 62· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., πρ. τινι πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 30· πρ. μέτρον, ἐπιβάλλω μέτρα ἢ ὅρια, Αἰσχύλ. Χο. 796· - ἀκολούθως ἐπὶ πολλῶν σχέσεων, πρ. τινὶ ἀτιμίην, ἐπιβάλλω εἴς τινα τὴν ἀτιμίαν ὡς τιμωρίαν, Ἡρόδ. 7. 11· οὕτω, πρ. μόρον Αἰσχύλ. Χο. 482· ἀρὰς ἐπί τινι Σοφ. Ο.Τ. 820, πρβλ. Ο.Κ. 154· ὄκνον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 243· βλάβην ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 321· λύπην, πόνους Εὐρ. Ἱκέτ. 946, Ἡρακλ. 505, κτλ.· ὡς δέμας δείξασα σὸν ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστίθης, προξενεῖς ἐπὶ πλέον, ὁ αὐτ ἐν Ἑλ. 549· ἀπληστίαν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 218· προστ. τινὶ ἐνθύμιον Ἀντιφῶν 121. 2· ζημίας τινὶ Θουκ. 3. 39· μεταχειρίζομαί τι, τὴν φιλανθρωπίαν αὐτὸν ἠξίουν ταύτην προσθέντα ἄξιόν τι καὶ αὐτοῦ καὶ τῶν Θηβαίων πρᾶξαι Δημ. 384. 23. 2) ἀποδίδω εἴς τινα, αἰτίαν τινὶ Εὐρ. Ἴων. 1525, Θουκ. 3. 39· πρ. θράσος τινί, ἀποδίδω θράσος εἴς τινα, Εὐρ. Ἡρακλ. 475· θεοῖσιν ἀμαθίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 951· τὸ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη Θουκ. 3. 82. ΙΙΙ. προσθέτω, τινί τι Ἡρόδ. 1. 20, κ. ἀλλ.· ἔργα πρὸς τῇ γνώμῃ ὁ αὐτ. 4. 139· ἄλλον πρὸς ὧν ἔθηκαν χρυσὸν ὁ αὐτ. 196· χάριτι χάριν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 327· νοσοῦντι νόσον ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1047· πρ. τι τῷ νόμῳ, προσθέτω εἰς τὸν νόμον, Ἡρόδ. 2. 136, Θουκ. 2. 35, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 468Β· προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (ἀντὶ πλέον ἢ…), αὐτόθι 335Α· ὅρκῳ πρ. (ἐξυπ. τὸν λόγον), δηλ. πρῶτον ὁρκίζομαι καὶ ἀκολούθως λέγω τὸν λόγον, Σοφ. Ἠλ. 47 (ἀλλ’ ὁ Reisk. ἀνέγνω ὅρκον, πρβλ. ὅρκου προστεθέντος, Ἀποσπ. 419· ὀμόσας… προσθείς τε χεῖρα δεξιὰν Φιλ. 942)· περὶ τοῦ ἐν Αἴ 476, ἴδε ἀνατίθημι ΙΙΙ· ὡσαύτως, πρ. τι ἐπί τινι Τρ. 1253· τὶ πρός τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 63, Πλάτ. Φίληβ. 33C· - ἀπόλ., κάμνω προσθήκας, αὐξήσεις, αὐξάνω, Θουκ. 3. 45, Ἀριστ. Ποιητ. 24, 17., 26, 3· - Μέσ., μὴ... πρὸς κακοῖσι πρόσθηται κακὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 531. 2) προσθέτω, μάλιστα ἐπὶ προσθήκης γινομένης εἰς ἔκθεσιν γεγονότων ἢ εἰς ἔγγραφα, προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ’ ἀφελεῖν Ἰσοκρ. 288C· πρ. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Θουκ. 5. 23, πρβλ. 29· πρ. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Συνθήκ. αὐτόθι 47· τὶ πρὸς τὰς συνθήκας Συνθήκ. παρὰ Πολυβ. 22. 26, 27· ὡσαύτως ἄνευ αἰτ., πρ. τῷ δικαίῳ, εἰς τὸν ὁρισμὸν τοῦ δικαίου, Πλάτ. Πολ. 335Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 6, 9· πρ. ὃτι… Δημ. 304. 23. 3) μετ’ αἰτ. προσ., τίνα προστιθῶ τῇδε στάσει; Αἰσχύλ. Χο. 114· πρ. ἑαυτόν τινι, προσχωρεῖν εἰς τὴν μερίδα τινός, Θουκ. 3. 92· πρ. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ τοῖς ἰδίοις κέρδεσι ὁ αὐτ. 8. 46, 50. 4) ἐν τῇ ἀριθμ., προσθέτω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαιρεῖν ἢ ἀφαιρεῖν, Πλάτ. Κρατ. 418, πρβλ. 431C, 432Α, κτλ.· ἐν τῇ Λογικῆ τοῦ Ἀριστοτέλους, προσθέτω λέξιν τινὰ σαφῶς διορίζουσαν (πρβλ. πρόσθεσις ΙΙΙ. 3, πρόσκειμαι, ΙΙΙ. 4), Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2, Ἠθ. Νικ. 7. 4, 2, κ. ἀλλ. Β. Μέσ., προστίθεμαι τὴν γνώμην τινί, συμφωνῶ μετά τινος, ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην μετ’ αὐτοῦ, Δημ. 1243, 9: πολλάκις δὲ καὶ ἀπολ., προστίθεμαι, συνενοῦμαι, (ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ. 3), οἷς ἂν σὺ προσθῇ, μὲ τοὺς ὁποῖους σὺ ἤθελες ἑνωθῇ, Σοφ. Ο. Κ. 1332, πρβλ. Θουκ. 3. 11., 8. 48, 87, Δημ. 68. 27., 154. 1· προσ. τῷ ἀστῷ, εἶμαι καλῶς διατεθειμένος, εὔνους εἰμί, διάκειμαι, καλῶς προς..., Ἡρόδ. 2. 160, πρβλ. Δημ. 1060. 18· - ἀπολ., ὑποτάσσομαι, ὅσα ἑκουσίως προσετίθετο τῶν πολισμάτων Ἐπιστ. Φιλίππου παρὰ Δημ. 238 ἐν τέλ. 2) συναινῶ, συμφωνῶ, συγκατανεύω, τῇ γνώμῃ Ἡρόδ. 1. 109., 3. 83, Θουκ. 6. 50, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 6, 10· τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Ἡρόδ. 1. 120· τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Πλάτ. Νόμ. 675Α. 3) ψῆφον δ’ Ὀρέστῃ τήνδ’ ἐγὼ προσθήσομαι, θὰ ῥίψω τὴν ψῆφόν μου ταύτην ὑπὲρ τοῦ Ὀρέστου, δηλ. θὰ ψηφίσω ὑπὲρ αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 735· οὕτως, ἡμῖν ἂν προσθέμενοι τὴν ψῆφον εὐορκοῖτε Δημ. 1320· 16· οὕτω, μὴ μιᾷ ψήφῳ πρ. (ἐξυπ. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Θουκ. 1. 20· ψῆφον πρ. ἐναντίαν τινὶ αὐτόθι 40. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προσοικειοῦμαι, λαμβάνω τινὰ πρὸς ἐμαυτόν, κάμνω τινὰ φίλον, σύμμαχον ἢ βοηθόν, λαμβάνω πρὸς τὸ μέρος μου, πρ. τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν Ἡρόδ. 5. 69, πρβλ. Θουκ. 6. 18· φίλον πρ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 53, 69, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 404· ταύτην πρόσθου δάμαρτα, λάβε αὐτὴν ὡς σύζυγον, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1224· οὕτω, προσθέμενος ἔλαβε γυναῖκα Ἐβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 1)· - ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, πολέμιον πρ. τινα Ξεν. Κύρ. 2. 4. 12. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐφαρμόζω εἰς ἐμαυτόν, βάλανον προσθεμένη Ἱππ. 976D, πρβλ. 1133C· πατρὸς στέρνα προσθέσθαι θέλω, δηλ. προσθέσθαι ἐμαυτῷ, ἤτοι προσπτύξαι, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1408· - μεταφορ., τί δ’... ἂν προσθείμην πλέον; εἰς τί ἠδυνάμην νά σε ὠφελήσω; Σοφ. Ἀντ. 40· προσθέσθαι χάριν = ἐπιχαρίζεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 767· μάλιστα ἐπὶ κακῶν, ἐπιφέρω κατ’ ἐμαυτοῦ, πρὸς κακοῖσι κακὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 531· μέριμναν Σοφ. Ο. Τ. 1460· κακά, ἄχθος, κτλ., Εὐρ. Ἡρακλ. 146, κτλ.· οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, ἀχθηδόνας Θουκ. 1. 78, 144., 2. 37· ἔχθρας ἑκουσίας πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις πρ. Πλάτ. Πρωτ. 346Β. β) ἐπιφέρω ἐναντίον ἄλλων, προσεθήκαντο πόλεμον, ἔκαμαν πόλεμον, Ἡρόδ. 4. 65· μῆνιν προστίθεμαί τινι, ἐκχέω τὴν ὀργήν μου ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. 7. 229.
Middle Liddell
doric ποιτ imperat. προστίθει fut. -θήσω aor1 -έθηκα aor2 -έθην subj. -θῶ Mid., aor1 -εθηκάμην aor2 -εθέμην subj. -θῶμαι 3rd sg. opt. -θεῖτο Pass., aor1 -ετέθην
I. to put to, Lat. apponere, Od.; πρ. τὰς θύρας to put to the door, Hdt.; πρ. κλίμακας τοῖς πύργοις Thuc.
2. to hand over or deliver to, θεῶν γέρα ἐφημέροισι προστίθει Aesch.; γυναῖκα πρ. τινί to give her to him as wife, Hdt., etc.
3. simply, to give, bestow, φερνάς Eur.; χρήματα Dem.
II. πρ. πρῆγμά τινι to impose further business on a man, Hdt.; also c. inf., πρ. τινὶ πρήσσειν τι Hdt.:—then, πρ. τινὶ ἀτιμίην to impose disgrace upon him, Hdt.; λύπην, πόνους Eur.; ζημίας τινί Thuc.
2. to attribute or impute to, αἰτίαν τινί Eur.; θράσος τινί Eur.
III. to add, πρ. τι τῷ νόμῳ Hdt.; ὅρκῳ πρ. (sc. τὸν λόγον), i. e. to make oath and then add the statement, Soph.:—absol. to make additions, to augment, Thuc.
2. especially of adding articles to documents, πρ. τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Thuc.; πρ. τῷ δικαίῳ to add to the definition of right, Plat.
3. c. acc. pers., πρ. ἑαυτόν τινι to join his party, Thuc.
B. Mid., προστίθεσθαι τὴν γνώμην τινί to associate one's opinion to another, i. e. agree with him, Dem.: absol. to associate oneself to, οἷς ἂν σὺ προσθῇ Soph.; πρ. τῷ ἀστῷ to be well-inclined to him, Hdt.:—absol. to come in, submit, ap. Dem.
2. to give one's assent, agree to a thing, c. dat., Hdt., Thuc., etc.
3. ψῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι, literally, will deposit this vote in favour of Orestes, Aesch.; so, μὴ μιᾷ ψήφῳ προστίθεσθαι (sc. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Thuc.
II. c. acc. pers. to associate with oneself, i. e. take to one as a friend or ally, win over, Hdt., Thuc.; φίλον πρ. τινά Hdt.; ταύτην προσθοῦ δάμαρτα take her to wife, Soph.
2. c. acc. rei, to add to oneself, gain, πρ. πλέον to be profited, Soph.; πρ. χάριν = ἐπιχαρίζεσθαι, Soph.; of evils, to bring upon oneself, Trag., etc.
b. to bring upon others, προσεθήκαντο πόλεμον made war, Hdt.; μῆνιν προσθέσθαι τινί to vent wrath upon him, Hdt.
Chinese
原文音譯:prost⋯qhmi 普羅士-安那-提帖米
詞類次數:動詞(18)
原文字根:向著-安放 相當於: (יָלַד / לֵדָה)
字義溯源:增添,添,加,加添,加增,加給,多給,多加,增加,增添,歸順,歸,繼續,再作,再說,重覆,另,給,授與;由(πρός)=向著)與(τίθημι)*=設立,安放)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前)。參讀 (ἄγω) (ἀναδίδωμι)同義字
出現次數:總共(18);太(2);可(1);路(7);徒(6);加(1);來(1)
譯字彙編:
1) 加(2) 路20:11; 路20:12;
2) 歸服(1) 徒11:24;
3) 增添(1) 徒5:14;
4) 他加添的(1) 徒12:3;
5) 歸(1) 徒13:36;
6) 要加給⋯了(1) 太6:33;
7) 再說(1) 來12:19;
8) 添上的(1) 加3:19;
9) 加給(1) 徒2:47;
10) 添了(1) 徒2:41;
11) 添了一件(1) 路3:20;
12) 要多給(1) 可4:24;
13) 多加(1) 路12:25;
14) 必加給(1) 路12:31;
15) 就另(1) 路19:11;
16) 加增(1) 路17:5;
17) 增加(1) 太6:27