δεσμώτης
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ου, ὁ, A prisoner, captive, Hdt.3.143, Th.5.35, etc.:—fem. δεσμ-ῶτις, Hld.8.8: metaph. of the soul, Ph.1.289. II as adjective, in chains, fettered, A.Pr.119 (the play is called Προμηθεὺς δ.): fem. δεσμῶτις ποίμνη S.Aj.234 (lyr.); Μελανίππη δ., name of a play by E. III gaoler, Cratin.189.
Spanish (DGE)
-ου
I 1encadenado Προμηθεὺς δ. Prometeo encadenado A.Pr.tít., cf. Ach.Tat.3.6.3, Hld.8.13.3, Eun.VS 483
•como pred. ὁρᾶτε δεσμώτην με A.Pr.119, δ. ἔσω θακεῖ S.Ai.105, cf. Hld.8.17.2, 9.2.1
•atado ἀλεκτόρισκος Babr.97.8, (ὄνος) παρὰ φάτναισι Babr.129.8.
2 censurado, sancionado con censura eclesiástica οὐδένα γὰρ βουλόμεθα εἶναι δεσμώτην παρ' ἡμῖν Chrys.M.63.45.
II subst. ὁ δ.
1 prisionero op. ἐλεύθερος Hdt.3.143, Ach.Tat.8.8.4, op. αὐτόμολος Plu.Flam.18, τοὺς Ἀθηναίων δεσμώτας παραδοῦναι Th.5.39, cf. 35, Cratin.201, Pl.R.514b, 515a, D.24.208, X.HG 5.4.8, PSI 423.3 (III a.C.), LXX Ge.39.20, Ie.24.1, Ba.1.9, D.S.11.25, Charito 4.2.2, 8.8.2, I.AI 2.61, Act.Ap.27.1, Ach.Tat.7.1.3, D.Chr.4.67, 14.22, Vett.Val.200.8, Hld.7.12.2, ref. a Eros AP 16.195 (Satyr.), δεσμῶται ἐπ' ἀδείᾳ prisioneros en libertad D.C.Epit.9.2.3
•fig. prisionero del mal, Plot.1.8.15.
2 carcelero δ. δὲ λέγεται καὶ αὐτὸς ὁ δέσμιος ... καὶ ὁ δεσμῶν Sch.S.Ai.105aCh., dud. en D.Chr.30.22.
German (Pape)
[Seite 551] ὁ, der Gefangene, θεός Aesch. Prom. 119; Soph. Ai. 105; gew. als subst., Her. 3, 143; Thuc. 5, 35 u. Folgde. – Cratin. soll es nach Suid. aktive für Gefangenwärter gebraucht haben.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui est dans les fers, enchaîné ; en gén. prisonnier, captif.
Étymologie: δεσμόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεσμώτης -ου, ὁ [δεσμός] gevangene; als adj. vastgebonden, geketend, gevangen.
Russian (Dvoretsky)
δεσμώτης: ου adj. m связанный, скованный, пленный Aesch., Soph.
ου ὁ узник, пленник Her., Thuc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δεσμώτης: -ου, ὁ, δέσμιος, αἰχμάλωτος, Ἡρόδ. 3. 143, καὶ Ἀττ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = ἐν δεσμοῖς ὤν, δεσμευμένος, Αἰσχύλ. Πρ. 119 (ἡ τραγῳδία καλεῖται Προμηθεὺς δ.)· οὕτως ἐν τῷ θηλ. δεσμῶτις ποίμνη Σοφ. Αἴ. 234· Μελανίππη δ., ὄνομα δράματος τοῦ Εὐρ.
English (Strong)
from the same as δεσμωτήριον; (passively) a captive: prisoner.
English (Thayer)
δεσμώτου, ὁ, one bound, a prisoner: Herodotus, Aeschylus, Sophocles, Thucydides, subsequent writers)
Greek Monolingual
ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο
θηλ. δεσμῶτις, η)
φυλακισμένος
νεοελλ.
αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης του έρωτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα του δεσμός, παρεκτεταμένα με -ω-. Δεν πρόκειται για παράγωγα ρήματος σε -όω, του δεσμόω, -ώ, το οποίο είναι μεταγενέστερο].
Greek Monotonic
δεσμώτης: -ου, ὁ (δεσμόω),
I. φυλακισμένος, αιχμάλωτος, σε Ηρόδ., Αττ.
II. ως επίθ., αλυσοδεμένος, σιδηροδέσμιος, δεσμευμένος, σε Αισχύλ.· θηλ. δεσμῶτις, σε Σοφ.
Middle Liddell
δεσμόω
I. a prisoner, captive, Hdt., Attic
II. as adj. in chains, fettered, Aesch., fem. δεσμῶτις, Soph.
Chinese
原文音譯:desmèthj 得士摩帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:捆綁(者)
字義溯源:俘虜,囚犯;源自(δεσμωτήριον)=囚禁的地方);而 (δεσμωτήριον)出自(δεσμός)=鎖鏈), (δεσμός)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 囚犯(2) 徒27:1; 徒27:42