ἐποφθαλμιάω

From LSJ
Revision as of 22:53, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποφθαλμιάω Medium diacritics: ἐποφθαλμιάω Low diacritics: εποφθαλμιάω Capitals: ΕΠΟΦΘΑΛΜΙΑΩ
Transliteration A: epophthalmiáō Transliteration B: epophthalmiaō Transliteration C: epofthalmiao Beta Code: e)pofqalmia/w

English (LSJ)

cast longing glances at, turn one's look, throw glances, ogle, τινι Ael.NA3.44, cf. Fr.81; ἐ. χρήμασι Plu.Caes.2; πρὸς τὸν πλοῦτον Id.Dem.25; eye jealously, τοῖς ἔργοις τινός POxy.1630.6 (iii A.D.); v.l. in Hyp.Fr.258.

German (Pape)

[Seite 1011] anäugeln, mit gierigen od. neidischen Augen worauf sehen, Poll. 2, 62 erkl. ἐπιθυμεῖν τινος; so Plut. ἐκείνου τοῖς χρήμασιν ἐποφθαλμιῶντος Caes. 2; πρὸς τὸν πλοῦτον Dem. 25; liebäugelnd ansehen, Ael. H. A. 1, 12; τινί, 3, 44.

French (Bailly abrégé)

1 jeter un œil d'envie, jeter un regard de convoitise : τινι, πρός τι sur qch;
2 adresser un regard amical : τινι à qqn.
Étymologie: ἐπί, ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

(AM ἐποφθαλμιῶ, ἐποφθαλμιάω)
1. ρίχνω βλέμματα γεμάτα επιθυμία σε κάτι θέλοντας να το αποκτήσω
2. φθονώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι που δεν μού ανήκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οφθαλμιώ «επιθυμώ σφοδρώς» (< οφθαλμός)].

Greek (Liddell-Scott)

ἐποφθαλμιάω: ῥίπτω βλέμματα πλήρη ἐπιθυμίας εἴς τι, ἐπιθυμῶ τινος, τινι Αἰλ. π. Ζ. 3. 4· ἐπ. χρήμασι Πλουτ. Καῖσ. 2· πρὸς τὸν πλοῦτον ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Δημοσθ. 25· πρβλ. Dorv. Χαρ. σ. 86, Schaif Λογγ. σ. 350· ἴδε ἐποφθαλμέω.

Greek Monotonic

ἐποφθαλμιάω: λοξοκοιτάζω με επιθυμία, με λαχτάρα, με δοτ., ή πρός τι, σε Πλούτ.

Middle Liddell


to cast longing glances at, c. dat., or πρός τι Plut.