ἐκσαγηνεύω

Revision as of 19:05, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

English (LSJ)

entangle in the toils, Plu.2.52c.

Spanish (DGE)

1 acechar, perseguir con la red ἐκσαγηνεύει καὶ περιβάλλεται τὸν κυνηγόν Plu.2.52c.
2 fig. llevarse como botín πάντα ὅσα λοιπὰ ἦν Hp.Ep.27.

German (Pape)

[Seite 778] mit dem Zugnetze fangen, Plut. de adul. et am. discr. 9.

French (Bailly abrégé)

retirer d'un filet.
Étymologie: ἐκ, σαγηνεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκσᾰγηνεύω: ловить в свои сети (αὐτὸν τὸν κυνηγόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσᾰγηνεύω: ἐξάγω τῆς σαγήνης, τοῦ δικτύου, ἀλλ’ αὑτὸν ἐκσαγηνεύει Πλούτ. 2. 52C· κατ’ ἄλλους = σαγηνεύω, ἀλλὰ κακῶς.

Greek Monolingual

ἐκσαγηνεύω (Α)
1. συλλαμβάνω με τη σαγήνη, με το δίχτυ, παγιδεύω στα δίχτυα
2. (κατ' άλλους) βγάζω από τη σαγήνη, από το δίχτυ.