βασταγμός

From LSJ
Revision as of 19:34, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 cargamento παρεῖλον ἀπὸ βασταγμοῦ τὸν ὦμον αὐτοῦ Sm.Ps.80.7.
2 suspensión en dat. a cuestas o en brazos ὃν βασταγμῷ ἦγον Rom.Mel.60.εʹ.3, cf. Io.Mal.Chron.11.276.21.

Greek Monolingual

και βασταμός, ο βαστάζω
1. το να μπορεί κανείς να ανεχθεί ή να υποφέρει κάτι
2. αντοχή, ισχύς
3. συγκράτημα, περιορισμός.