ἐνθουσιώδης

From LSJ
Revision as of 19:40, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθουσιώδης Medium diacritics: ἐνθουσιώδης Low diacritics: ενθουσιώδης Capitals: ΕΝΘΟΥΣΙΩΔΗΣ
Transliteration A: enthousiṓdēs Transliteration B: enthousiōdēs Transliteration C: enthousiodis Beta Code: e)nqousiw/dhs

English (LSJ)

ες, ecstatic, ὁρμαί D.H. Comp.1, cf. Plu.Lyc.21; φοραί Id.Pyrrh.22, etc.; τὸ ἐ. Ph.1.689. Adv. -δῶς Hp.Ep.17, Sch.Il.Oxy.1086.41.

Spanish (DGE)

-ες
I 1de inspiración divina πνεῦμα D.H.14.9, ὁρμαί del alma a la hora de componer, D.H.Comp.1.7, cf. Plu.Lyc.21
ἐ.· furiosus, Gloss.3.334
neutr. subst. τὸ ἐ. la inspiración divina Hld.6.14.4, πολὺ τὸ ἐ. μετὰ χορείας ἐμφαίνων ref. al ditirambo, Phot.Bibl.320b13.
2 de entusiasmo, entusiástico τὴν ἀνδρείαν φορὰς ... ἐνθουσιώδεις καὶ μανικὰς φερομένην Plu.Pyrrh.22
neutr. subst. τὸ ἐ. el entusiasmo Ph.1.689, en el combate, Plu.2.452b.
II adv. -ῶς
1 por inspiración divina γράφειν ἐ. καὶ μεθ' ὁρμῆς Hp.Ep.17.3, παράφρων ἀποφθέγγεται πολλά τινα ἐ. Phleg.36.3.
2 frenéticamente, con agitación, desenfrenadamente ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τόπου ἐ. ὁρμᾶν Sch.Er.Il.2.780 (p.168), ἐ. ἐφέρετο Sch.A.R.4.1442a, ἐ. κινουμένου Hsch., cf. Phot.μ 38.

German (Pape)

[Seite 843] ες, begeistert, schwärmerisch, φοραί Plut. Pyrrh. 12, oft, u. Sp. – Adv., Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
saisi d'un transport divin, inspiré.
Étymologie: ἔνθεος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθουσιώδης: восторженный или исступленный (ἐνθουσιώδεις καὶ μανικαὶ φοραί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθουσιώδης: -ες, κατεχόμενος ὑπὸ ἐνθουσιασμοῦ, πλήρης ἐνθουσιασμοῦ, Πλουτ. Λυκ. 21, Πύρρ. 12, κτλ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. 1280. 26.

Greek Monolingual

-ες (AM ἐνθουσιώδης, -ες) ενθουσιάζω
1. ο γεμάτος ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές του πλήθους»)
2. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («ενθουσιώδης νεολαία, άνθρωπος, τύπος» κ.λπ.)
3. αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό.
επίρρ...
ενθουσιωδώς
με τρόπο ενθουσιώδη, με ενθουσιασμό.

Greek Monotonic

ἐνθουσιώδης: -ες (ἐνθουσιάω, εἶδος), αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, περιχαρής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐνθουσιώδης, ες ἐνθουσιάω, εἶδος
possessed, Plut.