θεόκτιτος
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
ον, = θεόκτιστος (created by God, established by God, founded by God) 1, Sol. 36.6 ; γαῖα Epigr.Gr. 223.5.
German (Pape)
[Seite 1196] dasselbe, Τροία Munat. ep. (IX, 103).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
créé par la divinité.
Étymologie: θεός, *κτίω.
Russian (Dvoretsky)
θεόκτῐτος: Anth. = θεόκτιστος.
Greek (Liddell-Scott)
θεόκτῐτος: -ον, = τῷ προηγ., Σόλων 35. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2892 - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 333.
Greek Monotonic
θεόκτῐτος: -ον (κτίζω), ο δημιουργημένος από το Θεό, σε Σόλ.