καλλιπόταμος
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
ον, of beautiful rivers, νοτίς E. Ph. 645 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Flüssen, ὕδατος νοτίς, das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forme un beau fleuve.
Étymologie: καλός, ποταμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐπόταμος: образующий красивую реку (ὕδατος νοτίς Eur.).
Greek Monolingual
καλλιπόταμος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («καλλιπόταμος ὕδατος... νοτίς», Ευρ.).
Greek Monotonic
καλλιπότᾰμος: -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπότᾰμος: -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, καλλιπόταμος ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.