μελανόστολος

From LSJ
Revision as of 13:56, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόστολος Medium diacritics: μελανόστολος Low diacritics: μελανόστολος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: melanóstolos Transliteration B: melanostolos Transliteration C: melanostolos Beta Code: melano/stolos

English (LSJ)

ον, black-robed, Plu.2.372e; epithet of Isis, Epigr.Gr.1023.3 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 120] schwarz gekleidet, Plut. Is. et Os. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu d'une robe noire.
Étymologie: μέλας, στολή.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόστολος: одетый в черное Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόστολος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν στολήν, Πλούτ. 2. 372D, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1023. 3.

Greek Monolingual

μελανόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά μαύρη στολή, μαυροφορεμένος
2. το θηλ. ως ουσ.μελανόστολος
προσωνυμία της Ίσιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στολή.