νώτισμα

From LSJ
Revision as of 14:07, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώτισμα Medium diacritics: νώτισμα Low diacritics: νώτισμα Capitals: ΝΩΤΙΣΜΑ
Transliteration A: nṓtisma Transliteration B: nōtisma Transliteration C: notisma Beta Code: nw/tisma

English (LSJ)

ατος, τό, (νωτίζω II) that which covers the back, e.g. wings, Trag.Adesp.541.

German (Pape)

[Seite 273] τό, was man auf dem Rücken hat, von den Flügeln der Sphinx, poet. bei Stob. fl. 64, 32.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu'on a sur le dos.
Étymologie: νωτίζω.

Russian (Dvoretsky)

νώτισμα: ατος τό украшение спины (о крыльях Сфинкса) Eur.

Greek (Liddell-Scott)

νώτισμα: τό, (νωτίζω) τὸ καλύπτον τὰ νῶτα, π.χ. πτέργυγες, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ (?) παρὰ Στοβ. 403. 1, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοίν. 663.

Greek Monolingual

νώτισμα, τὸ (Α) νωτίζω
καθετί που φέρει κάποιος στα νώτα του.

Greek Monotonic

νώτισμα: -ατος, τό (νωτίζω), αυτό που καλύπτει την πλάτη, λέγεται για φτερά, σε Ευρ.

Middle Liddell

νώτισμα, ατος, τό, νωτίζω
that which covers the back, of wings, Eur.