νεόδαρτος

From LSJ
Revision as of 14:09, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόδαρτος Medium diacritics: νεόδαρτος Low diacritics: νεόδαρτος Capitals: ΝΕΟΔΑΡΤΟΣ
Transliteration A: neódartos Transliteration B: neodartos Transliteration C: neodartos Beta Code: neo/dartos

English (LSJ)

ον, A newly stripped off, δέρματα Od.4.437, Arist.Pr.889b10, cf. Od.22.363; ῥινός Epic. inArch.Pap.7.3; ἀσκός Aen.Tact.32.3. 2 newly flayed, βόες X.An.4.5.14.

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch abgezogen; δέρμα, Od. 4, 437. 22, 363; καρβατίναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν, Xen. An. 4, 5, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement écorché.
Étymologie: νέος, δέρω.

Russian (Dvoretsky)

νεόδαρτος:
1 недавно содранный (δέρμα Hom., Arst.);
2 недавно ободранный (βοῦς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόδαρτος: -ον, ὁ νεωστὴ ἐκδαρθείς, ἐπὶ δέρματος, τέσσαρα φωκάων... δέρματ’ ἔνεικεν· πάντα δ’ ἔσαν νεόδαρτα, «νεωστὶ ἐκδαρθέντα» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 437· δέρμα βοὸς νεόδαρτον Χ. 363· ἐκ νεοδάρτων βοῶν, δηλ. ἐκ βοείων δερμάτων νεωστὶ ἐκδαρθέντων, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14.

English (Autenrieth)

(δέρω): newly-flayed. (Od.)

Greek Monolingual

νεόδαρτος, -ον (Α)
(για βόδια ή για δέρματα) αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, νεογδαρμένος («ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δαρτος (< δέρω (για ζώα) «γδέρνω»), πρβλ. ανεμό-δαρτος].

Greek Monotonic

νεόδαρτος: -ον (δείρω
1. αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.
2. νεογδαρμένο δέρμα βοδιού, ἐκ νεοδάρτων βοῶν, σε Ξεν.

Middle Liddell

νεό-δαρτος, ον δείρω
1. newly stripped off, Od.
2. newly flayed, βοῦς Xen.