νευροτενής

From LSJ
Revision as of 14:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροτενής Medium diacritics: νευροτενής Low diacritics: νευροτενής Capitals: ΝΕΥΡΟΤΕΝΗΣ
Transliteration A: neurotenḗs Transliteration B: neurotenēs Transliteration C: nevrotenis Beta Code: neurotenh/s

English (LSJ)

ές, stretched by sinews, παγὶς ν. a snare of gut, AP6.109 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tendu au moyen de cordes.
Étymologie: νεῦρον, τείνω.

German (Pape)

ές, mit Sehnen gespannt, παγίς, Antip.Sid. 17 (VI.109).

Russian (Dvoretsky)

νευροτενής: затянутый или стягиваемый сухожильными нитями (παγίδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νευροτενής: -ές, ὁ διὰ νεύρων τεντωμένος, παγὶς νευροτενής, ἐκ χορδῶν παρεσκευασμένη, Ἀνθ. Π. 6. 109.

Greek Monolingual

νευροτενής, -ές (Α)
ο τεντωμένος ή ο κατασκευασμένος με χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «χορδή» + -τενής (< τένος < τείνω), πρβλ. σχοινο-τενής, ταυρο-τενής].

Greek Monotonic

νευροτενής: -ές (τείνω), τεντωμένος μέσω νεύρων, κατασκευασμένος με χορδές από έντερα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νευρο-τενής, ές τείνω
stretched by sinews, made of gut, Anth.