πολυνιφής

From LSJ
Revision as of 14:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνῐφής Medium diacritics: πολυνιφής Low diacritics: πολυνιφής Capitals: ΠΟΛΥΝΙΦΗΣ
Transliteration A: polyniphḗs Transliteration B: polyniphēs Transliteration C: polynifis Beta Code: polunifh/s

English (LSJ)

ές, deep with snow, δρία E.Hel. 1326 (lyr.):—also πολύ-νῐφος, ον, EM7.9.

German (Pape)

[Seite 667] ές, viel od. sehr beschnei't, πέτρινα δρία, Eur. Hel. 1326.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout couvert de neige.
Étymologie: πολύς, νίφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυνιφής -ές [πολύς, νίφω] sneeuwrijk.

Russian (Dvoretsky)

πολυνῐφής: покрытый глубоким снегом, весь в снегу (πέτρινα δρία Eur.).

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πολλά χιόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νιφής (< νίφα, ποιητ. αιτ. του νίψ «χιόνι»), πρβλ. ακρο-νιφής].

Greek Monotonic

πολῠνῐφής: -ές (νίφω), αυτός που έχει μεγάλο βάθος σε χιόνι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνῐφής: -ές, ὁ πολὺ νιφόμενος, πλήρης χιόνων, Εὐρ. Ἑλ. 1326· ― πολύνῐφος, ον, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 9, πρβλ. ἀγάννιφος.

Middle Liddell

πολῠ-νῐφής, ές νίφω
deep with snow, Eur.