στερρόγυιος

From LSJ
Revision as of 14:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρόγυιος Medium diacritics: στερρόγυιος Low diacritics: στερρόγυιος Capitals: ΣΤΕΡΡΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: sterrógyios Transliteration B: sterroguios Transliteration C: sterrogyios Beta Code: sterro/guios

English (LSJ)

ον, with strong limbs, APl.4.52 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres robustes.
Étymologie: στερρός, γυῖον.

Greek (Liddell-Scott)

στερρόγυιος: -ον, ὁ ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, εὔρωστα, Ἀνθ. Πλαν. 52.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ισχυρά, εύρωστα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. οβριμό-γυιος].

Greek Monotonic

στερρόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που έχει δυνατά, εύρωστα μέλη, σε Ανθ.

Middle Liddell

στερρό-γυιος, ον, γυῖον
with strong limbs, Anth.