σκευοποίημα
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ατος, τό, in plural, A mask and dress of a tragic actor, Id.Crass.33. II trick, Hyp.Fr. 93.
German (Pape)
[Seite 894] τό, Verfälschung, Erdichtung, listiger Streich, Hyperid. bei Poll. 10, 15; Geräth, Plut. Crass. 33.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
costume d'un acteur tragique.
Étymologie: σκευοποιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευοποίημα -ατος, τό [σκευοποιέω] product, spec. toneelkleding of requisieten. Plut. Crass. 33.4.
Russian (Dvoretsky)
σκευοποίημα: ατος τό театральный наряд, актерский костюм Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σκευοποίημα: τό, ἐν τῷ πληθ., τὸ προσωπεῖον καὶ τὰ ἐνδύματα τραγικοῦ ὑποκριτοῦ, Πλουτ. Κράσσ. 33. II. παιγνίδιον, τέχνασμα, δόλος, πανουργία, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α σκευοποιῶ
1. τέχνασμα, δόλος, πανουργία
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευοποιήματα
το προσωπείο και τα ενδύματα του ηθοποιού τραγωδίας («τὰ μὲν τοῦ Πενθέως σκευοποιήματα παρέδωσε τινι τῶν χορευτῶν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
σκευοποίημα: τό, στον πληθ., ενδυμασία του ηθοποιού της τραγωδίας, θεατρικό κοστούμι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
σκευοποίημα, ατος, τό,
in pl. the dress of a tragic actor, Plut.