δόνημα
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ατος, τό, agitation, waving, δένδρου Luc.Salt.19.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
agitación δένδρου Luc.Salt.19, cf. Hdn.Gr.1.353, 2.935.
German (Pape)
[Seite 657] τό, Bewegung, Erschütterung, Lucian. Salt. 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
secousse, agitation.
Étymologie: δονέω.
Russian (Dvoretsky)
δόνημα: ατος τό колыхание, качание (δένδρου Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δόνημα: τό, ταραχή, διάσεισις, κίνησις δένδρου Λουκ. Ὀρχ. 19.
Greek Monolingual
το (AM δόνημα)
δόνηση, τράνταγμα.
Greek Monotonic
δόνημα: -ατος, τό, ταραχή, σείσιμο, κίνηση, δένδρου, σε Λουκ.
Middle Liddell
δόνημα, ατος, τό, n [from δονέω
an agitation, waving, δένδρου Luc.