κενολογία

From LSJ
Revision as of 18:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενολογία Medium diacritics: κενολογία Low diacritics: κενολογία Capitals: ΚΕΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kenología Transliteration B: kenologia Transliteration C: kenologia Beta Code: kenologi/a

English (LSJ)

ἡ, empty, idle talk, Plu.2.1069d; chicanery, PMasp.126.50 (vi A.D.): κενεολογία, v.l. for γενεολογία in Max.Tyr.23.1.

German (Pape)

[Seite 1417] ἡ, leeres Geschwätz, Plut. adv. Stoic. 22 neben μεγαλαυχία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vain bavardage, langage frivole.
Étymologie: κενολόγος.

Russian (Dvoretsky)

κενολογία:пустая болтовня Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κενολογία: ἡ, ματιολογία, φλυαρία, λῆρος, κ. καὶ μεγαλαυχία Πλούτ. 2. 1069C· «κενολογίας καὶ ἀτοπίας» Φώτ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ κενολογία, Α κενεολογία) κενολογώ
ομιλία χωρίς νόημα, ματαιολογία, φλυαρία, μωρολογία, αερολογία
αρχ.
στρεψοδικία.