νεόπτολις

From LSJ
Revision as of 10:52, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόπτολις Medium diacritics: νεόπτολις Low diacritics: νεόπτολις Capitals: ΝΕΟΠΤΟΛΙΣ
Transliteration A: neóptolis Transliteration B: neoptolis Transliteration C: neoptolis Beta Code: neo/ptolis

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for νεόπολις, πόλις ν. new-founded city, A. Eu.687.

German (Pape)

[Seite 243] ἡ, poet. = νεάπολις, neugegründet, πόλις, Aesch. Eum. 637.

French (Bailly abrégé)

seul. nom.
nouvelle ville.
Étymologie: νέος, πτόλις.

Russian (Dvoretsky)

νεόπτολις: ἡ (только acc. νεόπτολιν) новый город: ν. πόλις Aesch. вновь построенный город.

Greek (Liddell-Scott)

νεόπτολις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ νεόπολις, = νεάπολις, πόλις ν., νεωστὶ κτισθεῖσα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 687.

Greek Monolingual

νεόπτολις, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νεόπολις.

Greek Monotonic

νεόπτολις: ἡ, ποιητ. αντί νεόπολις = νεάπολις, πόλη πρόσφατα ιδρυμένη, κτισμένη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεόπτολις, ιος, ἡ, [poetic for νεόπολις
newly-founded, Aesch.