ἀμείλιχος

From LSJ
Revision as of 13:35, 21 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: ἀνελεήμων" to "Ancient Greek: ἀνελεήμων, ἀνελήμων")

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμείλῐχος Medium diacritics: ἀμείλιχος Low diacritics: αμείλιχος Capitals: ΑΜΕΙΛΙΧΟΣ
Transliteration A: ameílichos Transliteration B: ameilichos Transliteration C: ameilichos Beta Code: a)mei/lixos

English (LSJ)

ον,
A implacable, relentless, Ἀΐδης Il.9.158; ἦτορ ib.572; βία Sol.32; στρατός (of rain), κότος, Pi.P.6.12, 8.8:—a form ἀμειλίχιος occurs in Adv. ἀμειλιχίως Epigr.Gr.313 (Smyrna).
II of things, unmitigated, πόνοι A.Ch.623; ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG14.2461 (Massilia).

Spanish (DGE)

(ἀμείλῐχος) -ον
1 implacable, inexorable de pers. ἄναξ Il.24.734, Ἀΐδης Il.9.158, cf. Stesich.28.3S., de Eros, Plu.2.761f, Μοῖρα ISestos 58.1 (II a.C.), AP 7.560 (Paul.Sil.), cf. tb. στρατός Pi.P.6.12
ἦτορ Il.9.572, Hes.Fr.76.9, h.Hom.28.2
de abstr. βίη Sol.23.9, κότος Pi.P.8.8: πόντος h.Hom.33.8, Anacr.72.6, Musae.245
de un monstruo δεινὸς ὄφις καὶ ἀ. Hes.Fr.33(a).17.
2 desagradable ὄψις de Pan h.Pan.19.39, un tipo de mujer ἀμείλιχος δὲ πᾶσι Semon.8.35
cruel πόνο A.Ch.623, de los jóvenes ψυχὴν δὲ ἀμειδέες, ἀμείλιχοι Aret.SD 2.6.8, de las enfermedades y trabajos de la vida ταῦτα γὰρ ἐν ζωοῖσιν ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG 14.2461.8 (III a.C.), de un viaje por el Caspio τόσσος γὰρ πόρος ἐστὶν ἀ. hasta tal punto es difícil la travesía D.P.721.

German (Pape)

[Seite 120] nicht sanft; rauh, hart, grausam; Hom. dreimal, Iliad. 9, 158 Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος, 572 ἐρινύς, ἀμείλιχον ἦτορ ἔχουσα, 24, 734 ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου; – Pind. στρατός P. 6, 12; κότος P. 8, 8; πόνος Aesch. Ch. 614; βία Sol. 14; Anthol.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non doux, amer, dur en parl. d'Hadès ; en parl. de pers. ; de choses (cœur, souffrances, force, armée) ; implacable, incessant LSJ.
Étymologie: , μειλίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμείλῐχος: Hom., Aesch., Pind., Plut. = ἀμείλικτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείλῐχος: -ον, (μειλίσσω) = ἀδυσώπητος, ἄκαμπτος, ἀνεξίλαστος Ἀΐδης Ἰλ. Ι.158· ἦτορ αὐτόθι 572· βία Σόλων 32· στρατός, κότος Πινδ. Π. 6.11., 8.10: - τύπος τις ἀμειλίχιος ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγράμμ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3344b. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετρίαστος, πόνος Αἰσχύλ. Χο. 623. ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b.

English (Autenrieth)

ἀμείλικτος.

English (Slater)

ᾰμείλῐχος implacable χειμέριος ὄμβρος, ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος (P. 6.12) τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.8)

Greek Monolingual

ἀμείλιχος, -ον (Α) μειλίσσω
1. αδυσώπητος, αμείλικτος
2. (για πράγματα) ακαταπράυντος, αμετρίαστος, ακατεύναστος.

Greek Monotonic

ἀμείλῐχος: -ον (μειλίσσω),
I.αδυσώπητος, άκαμπτος, αδιάλλακτος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πράγματα, αμετρίαστος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μειλίσσω
I. implacable, relentless, Il.
II. of things, unmitigated, Aesch.

Translations

pitiless

Armenian: վատասիրտ, քար; Belarusian: бязлі́тасны, неміласэрны; Bulgarian: безмилостен; Czech: nelítostný, nemilosrdný; Dutch: meedogenloos, onbarmhartig; Esperanto: senkompata; Faroese: miskunnarleysur, eirindaleysur; Finnish: armoton; French: impitoyable; Friulian: crudêl; Georgian: შეუბრალებელი, ულმობელი; German: erbarmungslos, unbarmherzig; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀνελέητος, ἀνηλεγής, ἀνηλεής, ἀνηλής, ἀνοικτίρμων, ἀνοίκτιστος, ἄνοικτος, ἀπαραίτητος, ἀπηλεγής, ἄστοργος, ἀσύγκλαστος, ἄτεγκτος, ἀτέραμνος, ἀφιλοικτίρμων, δυσάλγητος, δυσπαραίτητος, νηλειής, νηλεόθυμος, νηλής, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τλασίφρων; Irish: cruachroíoch; Italian: spietato, crudele, impietoso; Latin: torvus, immisericors; Manx: neuerreeishagh; Polish: bezlitosny, niemiłosierny; Portuguese: impiedoso, desapiedado; Russian: безжалостный, немилосердный; Scottish Gaelic: neo-thruacanta, mì-chneasta; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏човечан, не̏човјечан, не̏милосрдан; Roman: nȅčovečan, nȅčovječan, nȅmilosrdan; Slovak: neľútostný; Spanish: despiadado; Swedish: skoningslös; Ukrainian: безжалісний, безжальний, немилосердний

merciless

Bulgarian: безмилостен; Catalan: despietat; Chinese Mandarin: 殘忍, 残忍, 無情, 无情; Czech: nemilosrdný; Danish: nådesløs; Dutch: genadeloos; Finnish: armoton, säälimätön; French: impitoyable; German: gnadenlos; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀνελεήμων, ἀνελήμων, ἄσπλαγχνος, ἀσύγκλαστος; Hindi: निर्दय, निष्ठुर; Hungarian: kegyetlen, könyörtelen; Indonesian: sadis; Italian: spietato, crudele; Japanese: 無慈悲, 容赦ない; Korean: 무자비하다; Latin: immisericors; Norwegian Bokmål: nådeløs; Nynorsk: nådelaus; Polish: bezlitosny, niemiłosierny, bezpardonowy, bezwzględny; Portuguese: impiedoso, imisericordioso; Russian: беспощадный, безжалостный; Scottish Gaelic: mì-chneasta; Spanish: despiadado, inmisericorde; Swedish: skoningslös, obarmhärtig; Tagalog: walang awa; Turkish: acımasız; Ukrainian: безжалісний, безжальний, безпощадний