τεράμων

From LSJ
Revision as of 14:46, 21 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰ́μων Medium diacritics: τεράμων Low diacritics: τεράμων Capitals: ΤΕΡΑΜΩΝ
Transliteration A: terámōn Transliteration B: teramōn Transliteration C: teramon Beta Code: tera/mwn

English (LSJ)

(A) [ᾰ], ον, gen. ονος, (τείρω, τέρην) becoming soft by boiling, of pulse, Thphr.HP8.8.6, CP4.12.1 sq., cf. Plu.2.701d: Comp. τεραμονέστερος Thphr.CP5.6.12: also of soil fit for such plants, ib.4.12.3; of water, Phot.

(B) [ᾰ], ωνος or οντος, ὁ (?), = κάλαμος, Anacr. ap. Hilgard Excerpta ex libris Herodiani (Leipzig 1887) p.21, Pl.Sph. ibid.: v. Hermes 35.544. (Said to be declined as -ντ- stem by Anacr. l.c. (this stem mentioned also by Arc. 13), but -ων -ωνος by Pl. l.c.: not found in our text of Pl.Sph., but τεράμωσι (or perhaps τεράμουσι) is to be restored in 221a for καλάμοις.)

German (Pape)

[Seite 1092] gen. ονος, weich, zart, bes. was leicht weich kocht, von Hülsenfrüchten (verwandt mit τέρην), τεραμονέστερος, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
tendre, facile à cuire.
Étymologie: cf. τέρην.

Russian (Dvoretsky)

τεράμων: 2, gen. ονος (ᾰ) мягкий, нежный, т. е. легко разваривающийся (καρποί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τεράμων: [ᾰ], -ον, γεν. ονος, (τείρω, τέρην) ὁ διὰ τοῦ βρασμοῦ γινόμενος μαλακός, ἐπὶ ὀσπρίων, ἑψανός, εὐκολόβραστος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 6, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 1 κἑξ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἐδάφους ἢ χώματος καταλλήλου διὰ τοιαῦτα φυτά, Σουΐδ.· καὶ ἐπὶ ὕδατος, Φώτ.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. απαλός, τρυφερός και, ιδίως για όσπρια, αυτός που μετά από βράσιμο γίνεται μαλακός
2. (για χώμα) κατάλληλος για φυτά που δίνουν καρπούς θραστερούς
3. (για νερό) αυτός που συντελεί στο καλό βράσιμο τών οσπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα ter- «τρίβω, διατρυπώ», πιθ. μέσω αμάρτυρου ουδ. τέραμα (πρβλ. πῆμα: ἀπήμων: πήμων) και συνδέεται με τα τείρω «κατατρίβω», τέρην «μαλακός, τρυφερός»].
(II)
-οντος ή -ωνος, ὁ, Α
κάλαμος, καλάμι.

Frisk Etymology German

τεράμων: -ονος
{terámōn}
Meaning: ‘weich (gekocht)’, von Hülsenfrüchten u.a. (Thphr., Phot.)
Derivative: mit τεραμότης f. Weichheit (Thphr.; vgl. μειότης zu μείων).
Etymology: Wohl sekundär zu ἀτεράμων wie πήμων zu ἀπήμων (s. πῆμα) und τέραμνον· ἁπαλόν, ἑψανόν (Phot., Suid.) zu ἀτέραμνος. Letzten Endes jedenfalls zu *τέραμα, s. ἀτέραμνος.— Vgl. τέρην.
Page 2,878