βρεφώδης
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
ες, childish, Ph.1.394, Diog.Oen.9, Procl.Par. Ptol.284.
Spanish (DGE)
-ες
1 infantil, propio de un niño λόγος Clem.Al.Paed.1.6.42, como pred. ἐκ δὲ γῆς φύντες βρεφώδεις Diog.Oen.20.12
•neutr. subst. τὸ β. lo infantil, infantilismo (ἀπιδὼν), ἀλλ' εἰς τὸ τῆς διανοίας ἀλόγιστον καὶ πρὸς ἀλήθειαν βρεφῶδες Ph.1.394.
2 adv. βρεφωδῶς = de manera infantil ἵνα ἐμφατικώτερον εἴπω β. Origenes Hom.18.6 in Ier.
German (Pape)
[Seite 463] ες, kindlich, kindisch, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
βρεφώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μὲ βρέφος, νηπιώδης, Φίλων 1. 394, Κλήμ. Ἀλ. 123, κτλ.