τυμπανεύς
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
έως, ὁ, hollow drum, barrel, Hero *Mens.13.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
το κοίλο τμήμα τυμπάνου ή βαρελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -εύς (πρβλ. χυτρ-εύς)].