ἀστεῖος
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
ἀστεία, ἀστεῖον, also ἀστεῖος, ἀστεῖον Diph.73: (ἄστυ):—
A of the town (but in the literal sense ἀστικός is used).
II town-bred, polite, Pl.Phd. 116d; opp. ἄγροικος, Plu.Mar.3; γένοιτ' ἀστεῖος οἰκῶν ἐν πόλει Alc. Com.26; charming, Isoc.2.34.
2 of thoughts and words, refined, elegant, witty, διάλεκτον ἀστείαν ὑποθηλυτέραν, opp. ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν, Ar.Fr.685; ἀστεῖόν τι λέξαι Id.Ra.901; ἀστεῖον λέγεις (where there is a play on the double sense, witty and popular) Id.Nu.204; ἀστεῖοι καὶ δημωφελεῖς οἱ λόγοι Pl.Phdr.227d; ἀστεῖον εἰπεῖν Com.Anon.248 Mein., cf. Axiop.1.14; ἀστειοτάτας ἐπινοίας Ar.Eq. 539; of persons, οἱ ἀστεῖοι = the wits, Pl.R.452d; τὰ ἀστεῖα = witty sayings, witticisms, Arist.Rh.1411b21, al. Adv. ἀστεῖως J.AJ12.4.4, Plu.2.123f, Luc.Nigr.13.
3 as a general word of praise, of things and persons, pretty, charming, βοσκήματε Ar.Ach.811; ἑορτή Pl.Grg. 447a; ἀστεῖος καὶ εὐήθης Id.R.349b, cf. Phdr.242e, Hp.Ep.13; ἐστὶ γοῦν ἁπλῆ τις;—ἀστεία μὲν οὖν Anaxil.21; ἀστεῖόν [ἐστι] ὅτι ἐρυθριᾷς it is charming to see you blush, Pl.Ly.204c; ἀστεῖον πάνυ εἰ . . Men. Sam.149.
b ironically, ἀστεῖον κέρδος = a pretty piece of luck, Ar.Nu. 1064; ἀστεῖος εἶ Diph.73.
4 of outward appearance, pretty, graceful, LXX Ex.2.2, al.; οἱ μικροὶ ἀ. καὶ σύμμετροι, καλοὶ δ' οὔ Arist. EN1123b7; handsome, LXX Jd.3.17 (of Eglon): in Comedy, of dainty dishes, κραμβίδιον, κρεΐσκον, Antiph.6, Alex.189.
5 good of its kind, αἷμα Hp.Alim.44; ἑλλέβορος Str.9.3.3; οἶνος Plu.2.620d; of persons, good, Ph.1.97, Plu.Them.5; ἀστεῖα = good qualities, opp. φαῦλα, Demetr.Eloc.114. Adv. ἀστείως = honourably, πράττων LXX 2 Ma. 12.43, cf. Ph.1.244.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1de pers. educado, fino ὁ ἄνθρωπος Pl.Phd.16d, γενοῖτ' ἀ. οἰκῶν ἐν πόλει Alc.Com.26, cf. Isoc.2.34, πολλοὶ ... τῶν βαρβάρων ἀστεῖοι Str.1.4.9, βίος Plu.Mar.3
•en sent. físico de pers. delicado, fino ἀστεῖοι τὰ σώματα Hp.Ep.21
•educado, inteligente ἀνήρ Philostr.VA 8.19, I.AI 7.147
•en sent. peyor. ridículo Pl.R.349b
•en sent. irón. ἀστεῖος εἶ = eres amable Diph.74.2
•subst. οἱ ἀστεῖοι = personas ocurrentes o ingeniosas Pl.R.452d
•de abstr. en sent. irón. ἡ εὐήθεια Pl.Phdr.242e, ἀστεῖον κέρδος = bonito negocio Ar.Nu.1064
•en cont. de lengua refinado, elegante, ingenioso ἡ γὰρ ἂν ἀστεῖοι καὶ δημωφελεῖς εἶεν οἱ λόγοι pues así los discursos serían refinados y útiles al pueblo Pl.Phdr.227d, ἀ. διάλεκτος op. ὑπάγροικος Ar.Fr.706, ἀστεῖόν τι λέξειν Ar.Ra.901, ἀστεῖον λέγεις Ar.Nu.204, εἶ π' ἀστεῖα Epich.86.14Au., ἂν ἓν ἢ δύ' ἀστεῖ' εἴπωσιν D.23.206
•subst. τὰ ἀστεῖα = palabras oportunas o ingeniosas Arist.Rh.1411b22
•en neutr. c. complet. ἀστεῖόν γε ... ὅτι ἐρυθριᾷς bonito (es) que te ruborices Pl.Ly.204c, ἀστεῖον πάνυ εἰ ... Men.Sam.364.
2 de cosas y abstr. refinado, exquisito ἑορτή Pl.Grg.447a, κραμβίδιον Antiph.6, κρεΐσκον Alex.189, ἱματισμός PHib.54.16 (III a.C.)
•de anim. bonito, lindo ἀστείω γε τὼ βοσκήματε bonito par de animalitos Ar.Ach.811, οἱ μικροὶ δ' ἀστεῖοι καὶ σύμμετροι, καλοὶ δ' οὔ Arist.EN 1123b7
•de lugares ameno χώρα Str.6.3.5.
3 de pers. en sent. físico hermoso, guapo Εγλωμ ἀνὴρ ἀ. σφόδρα LXX Id.3.17, de un recién nacido, LXX Ex.2.2, γυνὴ ἀ. τῷ εἴδει LXX Su.7, Μοϋσῆς ... ἀ. τῷ θεῷ Moisés (era) hermoso a los ojos de Dios, Act.Ap.7.20, τὸ παιδίον Ep.Hebr.11.23, cf. Hsch.α 7867.
II bueno, de buena clase αἷμα Hp.Alim.44, οἶνος PSorb.19.2 (III a.C.), Plu.2.620d, ἐλλέβορος Str.9.3.3
•de pers. en sent. moral bueno, honrado de una mujer, Anaxil.21.7, γονέες Hp.Ep.13, ἄρχων Plu.Them.5
•ἀστεῖα = buenas cualidades ὁμοίως τῆς τε αὐτοπραγίας καὶ τῆς ὀλιγοπραγμοσύνης ἀστείων ὄντων siendo igualmente cualidades excelentes la preocupación por lo suyo y el mezclarse poco en los negocios Chrysipp.Stoic.3.176, op. φαῦλα Demetr.Eloc.114
•subst. ὁ ἀστεῖος = el hombre bueno Ph.1.92
•subst. ὁ ἀστεῖος = sabio bueno y educado (cf. I 1) op. φαῦλος Chrysipp.Stoic.3.168.
III adv. ἀστείως
1 elegantemente op. ἀκόμψως Plu.2.4f, τὸ παιχθὲν ἀστείως ὑπὸ Φιλίππου ... μιμητέον Plu.2.123e, τὴν δὲ ἐσθῆτα ... ἀπέδυσαν αὐτὸν ἀστείως πάνυ Luc.Nigr.13, cf. Hsch.α 7869
•c. verbo de lengua ingeniosamente, firmemente ὑπήκουσεν ἀστείως Erasistr. en Gal.11.206, σφόδρ' ἀστείως ἀπεκρίνατο I.AI 12.177, τοῦτο ... ἀστείως εἰρημένον M.Ant.5.12, λέγειν πάνυ ἀστείως Ach.Tat.8.9.1, προφήτης Ἀμβακοὺμ ἀστείως ἐμελῴδησε φάσκων Meth.Sym.et Ann.M.18.356D
•de la manera de escribir versos IGBulg.3.1578 (Augusta Trajana II/III d.C.).
2 honradamente ἀστείως πράττων LXX 2Ma.12.43, ἀστείως καὶ αὐστηρῶς χρώμενος τῇ τοῦ καλοῦ μελέτῃ Ph.1.244.
German (Pape)
[Seite 375] auch 2 End., städtisch u. dah. sein gebildet, witzig, vgl. bes. Xen. Cyr. 2, 2, 12, wo die ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες den ἀλαζόνες als solche entgegengesetzt werden, die Lachen erregen, μήτε ἐπὶ ζημίᾳ τῶν ἀκουόντων, μήτε ἐπὶ τῷ ἑαυτῶν κέρδει, μήτε ἐπὶ βλάβῃ μηδεμιᾷ; Cyr. 8, 4, 23; ἂν ἓν ἢ δύο ἀστεῖα εἴπωσι Dem. 23. 206. Bei Isocr. 2, 34 Gegensatz ταπεινός. Bei Plat. theils freundlich, theilnehmend, Phaed. 116 d, theils spaßhaft, εὐήθεια Phaedr. 242 e, λόγοι 227 e; Spötter, Rep. V, 452 d; Sp. = gut, dem αἰσχρός entgeggsetzt, Plut. Them. 5; bes. von Waaren, sein, sauber. – Adv. ἀστείως, ἐπισκώπτειν Luc. Nigr. 13; ὑποκορίζεσθαι Plut. Sol. 15.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de citadin ; de bon goût, cultivé, d'où
1 élégant, agréable;
2 fin, intelligent, spirituel;
3 joli, gracieux, d'apparence agréable.
Étymologie: ἄστυ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστεῖος:
1 досл. городской, столичный, перен. культурный, воспитанный, вежливый (ἀ. καὶ εὔχαρις Xen.; ἥμερον καὶ ἀστεῖον ἦθος Plut.);
2 ласковый, приветливый (ἄνθρωπος Plat.);
3 изящный, утонченный, изысканный (ἀ. καὶ γλαφυρὸς βίος Plut.);
4 прелестный, приятный (ἑορτή Plat.; ἀ. καὶ σύμμετρος, καλὸς δ᾽ οὔ Arst.): νὴ τὸν Δί᾽ ἀστείω γε τὼ βοσκήματε! Arph. ах, какие славные зверушки!;
5 (остро)умный, тонкий, меткий (λόγοι Plat.; τὰ ἀστεῖα εἰπεῖν Dem. и λέγειν Arst.; πρόνοια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Δίφιλ. ἐν «Συναποθνήσκουσιν» 1· (ἄστυ): ὁ ἐκ τοῦ ἄστεως, ἐκ τῆς πόλεως· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασ. εἶναι ἐν χρήσει ἡ λέξ. ἀστικός. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. urbanus, ἁρμόζων εἰς πόλιν, ὁ ἐν πόλει τεθραμμένος, εὐγενὴς τοὺς τρόπους, εὔχαρις, εὐτράπελος, κομψός, ἀντίθ. τῷ ἄγροικος, Πλάτ. Φαίδων 116D· νῦν οὖν γένοιτ’ ἀστεῖος οἰκῶν ἐν πόλει Ἀλκαῖος Κωμ. ἐν «Πασιφάνῃ» 1. 2) ἐπὶ διανοημάτων, λόγων ἢ λέξεων, λεπτός, κομψός, εὐφυής, διάλεκτον ἀστείαν ὑποθηλυτέραν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552· ἀστεῖον τι λέξαι ὁ αὐτ. Βαβρ. 5, 901· ἀστεῖα λέγεις (ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας, εὐφυὴς καὶ δημοτικός, δηλ. κεχαρισμένος τοῖς πολλοῖς) ὁ αὐτ. Νεφ. 204· ἀστεῖον εἰπεῖν Κωμ. Ἀνών. 248· ἀστ. οἱ λόγοι Πλάτ. Φαῖδρ. 227D· ἀστειοτάτας ἐπινοίας Ἀριστοφ. Ἱππ. 539· ἐπὶ προσώπων, οἱ ἀστεῖοι, οἱ λέγοντες ἀστεῖα, Πλάτ. Πολ. 452D· τὰ ἀστεῖα, εὐφυεῖς λόγοι, εὐφυολογίαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 1, κ. ἀλλ.: - Ἐπίρρ. ἀστείως, Πλούτ. 2. 123Ε, κ. ἀλλ. 3) ὡς γενικὴ λέξις ἐπαίνου, ἐπὶ πραγμάτων καὶ προσώπων, λεπτός, ἡδύς, ἁβρός, θελκτικός, κομψός, νή τὸν Δί’ ἀστείω γε τὼ βοσκήματε Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· καὶ μάλα γε ἀστείας ἑορτῆς, λαμπρᾶς, Πλάτ. Γοργ. 447Α· οὐ γὰρ ἂν ἦν ἀστεῖος, ὥσπερ νῦν, καὶ εὐήθης (ἐπὶ καλῆς σημασίας) ὁ αὐτ. Πολ. 349Β, πρβλ. Φαῖδρ. 242Ε· ἀλλ’ ἀντιτίθεται τῷ ἁπλοῦς παρ’ Ἀναξίλᾳ ἐν «Νεοττίδι» 2 (ἐστὶ γοῦν ἁπλῆ τις; ἀστεία μὲν οὖν νὴ τὸν Δία)· ἀστεῖόν γε, ἦ δ’ ὅς, ὅτι ἐρυθριᾷς... καὶ ὀκνεῖς εἰπεῖν Σωκράτει τοὔνομα Πλάτ. Λύσ. 204C. β) εἰρωνικῶς, ἀστεῖόν γε κέρδος ἔλαβεν ὁ κακοδαίμων, ὡραῖον τῷ ὄντι κέρδος..., Ἀριστοφ. Νεφ. 1064· ἀστεῖος εἶ, εἶσαι νόστιμος, Δίφυλ. ἐν «Συνωρίδι» 1. 4) ἐπὶ ἐξωτερικοῦ παραστήματος, κομψός, κόσμιος, εὐπρεπής, χαρίεις, Ἱππ. 1276. 38, κ. ἀλλ., Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 2), κ. ἀλλ.· οἱ μικροὶ ἀστεῖοι καὶ σύμμετροι, καλοῖ δ’ οὒ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 5· ἀλλὰ τὸ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Κριτ. γ΄, 17) καὶ Ἐγλώμ ἀνὴρ ἀστεῖος σφόδρα, ἐν τῷ Ἑβρ. ἀρχετύπῳ εἶναι «καὶ ὁ Ἐγλὼμ ἦν ἄνθρωπος παχὺς σφόδρα»: - παρὰ Κωμ. συχν. ἐπὶ λιχνευμάτων ἢ ἐκλεκτῶν ἐδεσμάτων, κραμβίδιον ἐφθὸν χάριεν ἀστεῖον πάνυ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκοις» 6· τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 4· ἀλλὰ μεταγ. καὶ ἐπὶ φυσικῶν προϊόντων, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἀγαθός, καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ἑλλέβορος Στράβ. 418, κτλ.
English (Strong)
from astu (a city); urbane, i.e. (by implication) handsome: fair.
English (Thayer)
ἀστεῖον (ἄστυ a city);
1. of the city; of polished manners (opposed to ἄγροικος rustic), genteel (from Xenophon, and Plato down).
2. elegant (of body), comely, fair (Aristaenet. 1,4, 1,19,8): of Moses (τῷ Θεῷ added, unto God, God being Judges, i. e. truly fair, Winer's Grammar, § 31,4a., p. 212 (199); (248 (232)); Buttmann, 179 (156); (Philo, vit. Moys. i., § 3, says of Moses γεννηθείς ὁ παῖς εὐθύς ὄψιν ἐνεφηνεν ἀστειοτεραν ἤ κατ' ἰδιωτην). (Cf. Trench, § cvi.)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀστεῖος, -α, -ον και -ος, -ον)
1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος
2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος
νεοελλ.
1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα
αρχ.
1. ο πολιτισμένος, ο κοινωνικός, ο καλλιεργημένος
2. ο έξυπνος, ο χαριτωμένος
3. ο κομψός, ο όμορφος
4. ο εξαίρετος στο είδος του
5. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀστεῖα
είδη καλής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ. Η κυριολεκτική σημασία της λ. είναι «ο του άστεως» (πρβλ. αστικός), χρησιμοποιήθηκε όμως πάντα με μεταφορική σημασία «πολιτισμένος, καλλιεργημένος» (σε αντίθεση προς τα «αγροίκος», «λαϊκός»), απ' όπου κατέληξε στη σημασία «έξυπνος, ευφυολόγος, ευτράπελος», χρήση με την οποία απαντά ευρύτατα στη νεοελληνική. Παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζει και το λατ. επιθ. urbanus (κυριολ. «αστικός» < urbs «άστυ, πόλη»), που αφού προσέλαβε τη σημασία «εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος» κατέληξε επίσης να δηλώνει και τον «ευτράπελο αστείο» (χρησιμοποιήθηκε και ως ουσ. με την έννοια «αστειολόγος, ευφυολόγος» — πρβλ. και urbanitas «αστειότητα, ευφυολογία»). Με ανάλογο τρόπο εξελίχθηκαν σημασιολογικά και τα νεοελλ. χωρατό (κυριολ. «συναναστροφή με χωραΐτες, κατοίκους της χώρας») και χωρατεύω (κυριολ. «συναναστρέφομαι με χωραΐτες»), λέξεις που αργότερα προσέλαβαν αντιστοίχως τις σημασίες «ενδιαφέρουσα, ευτράπελη συνομιλία», «συνομιλώ», για να καταλήξουν να σημαίνουν «αστειότητα» και «αστειεύομαι» — πρβλ. και χωραταζής, χωρατά (χωρατό)].
Greek Monotonic
ἀστεῖος: -α, -ον (ἄστυ), αυτός που προέρχεται από την πόλη, απ' όπου, όπως Λατ. urbanus, αυτός που ανατράφηκε στην πόλη, ευγενής, ευγενικός, αντίθ. προς το ἀγροῖκος, σε Πλάτ.· εξευγενισμένος, λεπτός, χαριτωμένος, ευφυής, έξυπνος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., ἀστεῖον κέρδος, ωραίο κέρδος..., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἄστυ
of the town: hence, like Lat. urbanus, town-bred, polite, courteous, opp. to ἄγροικος, Plat.:— refined, elegant, pretty, witty, clever Ar., Plat.:—ironically, ἀστ. κέρδος a pretty piece of luck, Ar.
Chinese
原文音譯:¢ste‹oj 阿士帖哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:文雅的 相當於: (בָּרִיא) (טָבַב / טִבָּה / טֹוב / טֹובָה) (יָרַט / רָטָה)
字義溯源:文雅的,優美的,可悅的,俊美的;源自(ἄστρον)X*=城市)。因為城市代表文化,所以這字表明優美,英俊。新約用這字兩次,都是形容摩西嬰孩時的俊美
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 是俊美的(1) 來11:23;
2) 俊美的(1) 徒7:20
English (Woodhouse)
charming, dainty, delightful, elegant, polite, refined, well-bred, of manners, slylish
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού εἶναι ἀπό τήν πόλη, αὐτός πού ἔχει καλούς τρόπους, εὐτράπελος, κομψός). Ἀπό τή λέξη ἄστυ (=πόλη).
Translations
urbane
Bulgarian: изискан, изтънчен, вежлив; Chinese Mandarin: 彬彬有礼的; Czech: jemný, zdvořilý, uhlazený; French: urbain; German: weltgewandt, weltmännisch; Greek: κόσμιος; Ancient Greek: ἀστεῖος; Latin: urbanus; Plautdietsch: heeflich; Russian: учтивый, вежливый, обходительный; Spanish: urbano, cortés; Swedish: belevad, världsvan, urban, artig
beautiful
Afrikaans: mooi; Albanian: i bukur; Amharic: ቆንጆ; Arabic: جَمِيل; Egyptian Arabic: جميل; Moroccan Arabic: غزال, جميل, زوين; Aramaic: שפירא; Armenian: գեղեցիկ, սիրուն; Assamese: ধুনীয়া, ভাল লগা, সুন্দৰ; Asturian: guapu, guapa, formosu, formosa; Avar: берцинаб; Azerbaijani: gözəl, qəşəng, yaraşıqlı; Bashkir: матур; Belait: jie batien; Belarusian: выдатны, прыгожы, харошы, красі́вы, урадлі́вы, файны; Bengali: সুন্দর, খুবসুরত, হাসিন; Bikol Central: magayon; Breton: brav, kaer; Brunei Bisaya: bagak; Brunei Malay: bisai; Bulgarian: красив, прекрасен; Burmese: လှသော, လှပ; Buryat: һайхан; Catalan: bell, bella, formós, formósa, bonic, bonica; Cebuano: matahom, maanyag; Central Dusun: olumis; Chamicuro: pya'c̈homa, pewa puti'na; Chechen: хаза; Chinese Cantonese: 靚, 靓, 好睇, 漂亮, 美麗, 美丽; Dungan: җүн, җүн-ён, җиҗүн, җүнмый; Mandarin: 漂亮, 美, 好看, 美麗, 美丽; Min Dong: 俊, 漂亮; Min Nan: 媠, 美麗, 美丽, 好看, 媠噹噹, 媠当当; Teochew: 雅; Wu: 漂亮, 好看; Coastal Kadazan: olumis; Coptic: ⲛⲉⲥⲉ; Cornish: teg; Czech: krásný, pěkný, sličný; Dalmatian: bial; Danish: smuk; Dutch: mooi, schoon; Esperanto: bela; Estonian: kaunis, ilus; Faroese: vakur, penur, fagur; Fijian: totoka; Finnish: kaunis; French: beau, belle; Friulian: biel, biele; Georgian: მშვენიერი, ლამაზი, ტურფა, საუცხოო, საყვარელი, მომხიბლავი, მიმზიდველი, სასიამოვნო, სანდომიანი, წარმტაცი, თვალწარმტაცი, კოხტა, მოხდენილი, პირმშვენიერი; German: schön; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐌿𐌽𐍃; Greek: ωραίος, όμορφος; Ancient Greek: ἀξιόμορφος, εἰδάλιμος, εὐειδής, εὔμορφος, εὐπρεπής, εὐπρόσωπος, εὐφυής, εὐωπός, ἰδήρατος, καλλίμορφος, καλοειδής, καλός, περικαλλής, ὡραῖος; Gujarati: સુંદર; Hebrew: יָפֶה, יָפָה; Hindi: ख़ूबसूरत, सुन्दर; Hungarian: szép, gyönyörű; Hunsrik: scheen; Icelandic: fallegur, fagur; Ido: bela; Indonesian: indah, cantik, ayu, molek, cakep; Interlingua: belle; Irish: álainn, spéiriúil, dathúil, galánta; Istriot: biel, biela; Italian: bello, bella, affascinante, incantevole, meraviglioso; Japanese: 美しい, 綺麗, 素敵; Jingpho: tsawm; Kabuverdianu: bunitu, benite; Kannada: ಸುಂದರ; Kazakh: әдемі, әсем; Khanty: хурамӑӈ; Khmer: ស្អាត, ល្អ; Korean: 아름답다; Kunigami: 清ーらせん; Kurdish Central Kurdish: جوان, ئێسک سووک; Northern Kurdish: xweşik, spehî; Kyrgyz: сулуу, көркөм, кооз, сонун, чырайлуу, чырай жүздүү, сулуу, укмуштай, укмуштай, ажайып, көйүткөн; Laboya: jorro; Ladino: ermozo, ermoza; Lao: ງາມ, ງ້ອມ, ຈຸບຸ, ຊະແລບ; Latin: pulcher, formosus, bellus; Latvian: skaists, daiļš, glīts; Limburgish: sjoen; Lithuanian: gražus; Lombard: bel, bèll; Low German: schöön, scheun; Lü: ᦇᦱᧄ; Macedonian: убав, прекрасен; Malay: cantik, indah, molek; Malayalam: സുന്ദരം; Manchu: ᠰᠠᡳᡴᠠᠨ, ᡥᠣᠴᡳᡴᠣᠨ; Manx: aalin, bwaagh, bwoyagh; Maori: waiwaiā, pīwari, hūmārie, hūmārire, purotu, rerehua, tau, ātanga, ātaahua; Marathi: सुंदर; Mazanderani: قشنگ, خجیر; Middle English: beautevous, wynsom; Mongolian: сайхан, гуа, үзэсгэлэнтэй; Mòcheno: schea'; Navajo: nizhóní, nizhóní yeeʼ; Norman: bieau, belle; Northern Occitan: bèl, bèla, bèu; Okinawan: 清らさん, 美らさん; Old Church Slavonic Cyrillic: ⰾⱑⱂⱏ; Glagolitic: лѣпъ, красьнъ; Old East Slavic: лѣпъ, красьнъ; Old English: fæġer; Old Javanese: bĕcik; Old Norse: fagr; Old Occitan: bel; Oriya: ସୁନ୍ଦର; Pashto: ښکلی; Persian: زیبا, قشنگ; Plautdietsch: schmock, scheen; Polish: piękny, fajny; Portuguese: belo, bela, bonito, bonita, lindo, linda; Punjabi: ਸੁਹਣਾ; Quechua: sumaq, şumag, k'acha; Romagnol: bël; Romani: śukar; Romanian: frumos, frumoasă; Romansch: bel, bella, bi, biala; Russian: красивый, прекрасный, пригожий, лепый; Sanskrit: सुन्दर, सुरूप, मञ्जु; Sardinian: bedhu, bedha, bellu, bella; Scottish Gaelic: àlainn, bòidheach, brèagha, fèilleil, grinn, maiseach, rìomhach, sgèimheach; Serbo-Croatian Cyrillic: ле̑п, лије̑п, лип; Roman: lȇp, lijȇp, lip; Shan: ႁၢင်ႈလီ; Sicilian: beddu, bedda; Sidamo: xuʼma; Sinhalese: ලස්සන, සුන්දර; Slovak: krásny, pekný; Slovene: lep; Sorbian Lower Sorbian: rědny; Southern Spanish: hermoso, bello, lindo, guapo, bonito; Sudovian: grazi, skaista; Swahili: zuri; Swedish: fin, vacker; Tagalog: maganda; Tajik: зебо, хушрӯ; Talysh: ğəşəng, reçin, rəvoşin, xos, cıvon; Tamil: அழகிய; Tatar: матур, гүзәл; Telugu: అందమైన, చక్కని; Thai: สุนทร, สวย, งาม; Tocharian B: kartse; Toku-No-Shima: 清らさい; Tswana: -ntle; Turkish: güzel; Turkmen: görmegeý, gözel, gelşikli; Tutong: lawa'; Ukrainian: вродливий, красивий, гарний, хороший, файний, красний; Urdu: خوبصورت, سندر; Uyghur: گۈزەل; Uzbek: yoqimli, goʻzal; Venetian: beło, beła; Vietnamese: đẹp, xinh đẹp; Volapük: jönik, lejönik; Walloon: bea, bele; Welsh: hardd, prydferth; West Coast Bajau: lawa'; West Frisian: moai, kreas; Westrobothnian: skönat, vakker; Yiddish: שיין; Zhuang: baenzsau, gacae, giengh