εὔκαρπος

From LSJ
Revision as of 11:27, 12 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκαρπος Medium diacritics: εὔκαρπος Low diacritics: εύκαρπος Capitals: ΕΥΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: eúkarpos Transliteration B: eukarpos Transliteration C: eykarpos Beta Code: eu)/karpos

English (LSJ)

ον, A fruitful, of women, h.Hom.30.5; of trees, corn, land, Pi.P.1.30, N.1.14, Pae.2.26, etc.; of sheep, Palaeph.18; φυτά, ζῷα, Ocell.4.9; [χώρη] -οτάτη Hp.Aër.12; εὔ. θέρος S.Aj.671: metaph., -οτάτη ἀρετή Ph.1.647. II Act., fruitful, fertilizing, ἀήρ Thphr.CP2.3.3; epithet of Aphrodite, S.Fr.847; of Dionysus, AP6.31; of Demeter, ib.7.394 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1073] reich an Früchten, fruchtbar, H. h. 30, 5; γαῖα, χθών, Pind. P. 1, 30 N. 1, 14; θέρος Soph. Ai. 656; στάχυς Eur. Bacch. 750; neben πάμφορος Plat. Ctitia. 110 e; bes. sp. D., φυλλάς Agath. 25 (V, 292). – Akt., fruchtbar machend, Frucht gebend, Δημήτηρ, Διόνυσος, Anth.; Aphrodite, Soph. bei Plut. amat. 13; ἀήρ, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en fruits ou qui produit de bons fruits, fertile;
2 qui rend fertile, qui féconde.
Étymologie: εὖ, καρπός.

Russian (Dvoretsky)

εὔκαρπος:
1 плодородный, изобилующий плодами (γαῖα, χθών Pind.; χώρη, θέρος Soph.; ἀγρός Plut.);
2 плодовитый (εὔπαις καὶ εὔ. HH);
3 оплодотворяющий (Ἀφροδίτη Soph.; Δημήτηρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκαρπος: -ον, ἔχων ἄφθονον καρπόν, γόνιμος· ἐπὶ γυναικῶν, εὔπαιδές τε καὶ εὔκαρποι Ὁμ. Ὕμν. 30. 5· ἐπὶ δένδρων, σιτηρῶν, γῆς, Πινδ. Π. 1. 57, Ν. 1. 20· χώρη εὐκαρποτάτη Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· εὔκ. θέρος Σοφ. Αἴ. 671. ΙΙ. ἐνεργ., ποιῶν τι γόνιμον, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Σοφ. Παρὰ Πλουτ. 2. 756 Ε· τῆς Δήμητρος, κλ. Ἀνθ. ΙΙ. 7. 394.

English (Slater)

εὔκαρπος, -ον fruitful εὐκάρποιο γαίας μέτωπον (P. 1.30) ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν (N. 1.14) Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον (Pae. 2.26) ]ν εὐκάρπ[ου (supp. Snell, qui χθον]ὸς ex alio frag. papyri add.) fr. 215b. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει άφθονους και ωραίους καρπούς, καρποφόρος, γόνιμος («εὐκάρπου χθονός», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για γυναίκα) αυτή που γεννά πολλά παιδιά, η πολύτοκη
2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, καρποφόρο
3. ως επίθ. της Αφροδίτης, του Διονύσου, της Δήμητρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καρπός].

Greek Monotonic

εὔκαρπος: -ον, άφθονος σε καρπό, καρποφόρος, γόνιμος, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.· λέγεται για τη Δήμητρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-καρπος, ον
rich in fruit, fruitful, Hhymn., Soph.; of Demeter, Anth.

Translations

fruitful

Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний

fertile

Arabic: خَصِب‎; Asturian: fértil; Azerbaijani: münbit, məhsuldar, bərəkətli; Basque: emankor; Breton: strujus; Bulgarian: плодороден; Catalan: fèrtil; Chinese Mandarin: 肥沃; Czech: úrodný; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Finnish: viljava, hedelmällinen; French: fertile; Galician: fértil; Georgian: ნოყიერი; German: fruchtbar, geil; Ancient Greek: γόνιμος; Hindi: उपजाऊ; Hungarian: termékeny; Ido: fertila; Indonesian: subur; Irish: torthúil, méiniúil, arúil, méith; Japanese: 肥沃な; Korean: 걸다, 비옥(肥沃)하다; Kurdish Central Kurdish: بەپیت‎; Latin: ferax, fecundus, fertilis; Latvian: auglīgs, ražīgs; Lithuanian: derlingas; Malay: subur; Maori: haumako, mōmona; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Old English: wæstmbǣre; Persian: حاصلخیز‎; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: żyzny; Portuguese: fértil; Russian: плодородный; Slovene: ploden, plodovit; Spanish: fértil, feraz; Swedish: bördig; Thai: อุดมสมบูรณ์, อุดม, สมบูรณ์; Turkish: verimli, bitek, mahsuldar, feyyaz, gür; Urdu: زرخیز‎; Vietnamese: màu mỡ; Yiddish: פֿרוכטבאַר‎; Zazaki: mexel, xesad