ἀντίλυτρον

Revision as of 14:49, 12 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, A ransom, 1 Ep.Ti.2.6. 2 antidote, remedy, Orph. L.593.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 rescate τῆς ἰδίας ... γυναικός Polyaen.Exc.52
crist. de la redención de Cristo, Al.Ps.48.9, ὑπὲρ πάντων 1Ep.Ti.2.6, ἡμῶν Eus.M.24.457C, 22.768B.
2 antídoto, remedio ἀ. κρατερώτατον Orph.L.593.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 rançon;
2 remède.
Étymologie: ἀντί, λύτρον.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίλυτρον: τό выкуп NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίλυτρον: -ου, τό, τὸ ἀντὶ λύτρου διδόμενον, «Χριστὸς Ἰησοῦς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων» Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. Α΄, β΄, 6. 2) ἐν Ὀρφ. Λιθ. 587, ἀντίδοτον φάρμακον.

English (Strong)

from ἀντί and λύτρον; a redemption-price: ransom.

English (Thayer)

ἀντιλύτρου, τό, what is given in exchange for another as the price of his redemption, ransom: Orphica lith. 587; (cf. Winer's Grammar, 25).)

Greek Monolingual

ἀντίλυτρον, το (AM)
αυτό που δίνεται αντί λύτρων, αντίτιμο για τη λύτρωση
(«Ἰησοῦς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων»
ΚΔ)
αρχ.
το αντίδοτο.

Greek Monotonic

ἀντίλυτρον: -ου, τό, λύτρο, εξαγορά, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

a ransom, NTest.

Chinese

原文音譯:¢nt⋯lutron 安提-呂特朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:交換-(使)釋放(者)
字義溯源:贖價;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(λύτρον)=贖價)組成;而 (λύτρον)出自(λύω)*=解開)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 作贖價(1) 提前2:6

Translations

remedy

Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τέκμαρ, τέκμωρ, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde