ἐπιτυχής
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ές, (ἐπιτυγχάνω) A hitting the mark, successful (opp. ἀποτυχής, Pl.Sis.391c (Comp.)), κότος A.Supp.744 Turneb.(lyr.); ἔν τινι Arist.Div.Somn. 463b19, D.S.4.83; κατά τι Plb.5.102.1; ἐς πάντα App.BC2.149 (Sup.): c.gen., ἐπιτυχὴς τῶν καιρῶν δόξα = that always hits the right nail on the head, Isoc.12.30. Adv. ἐπιτυχῶς, εἰπεῖν Pl.Phlb.38d; διειλέχθαι Isoc.12.230, cf.Plu.Mar.17, Aët.9.28. II Pass., easy to hit, εὔβλητοι καὶ ἐ. App.Syr.35.
German (Pape)
[Seite 998] ές, das Ziel treffend, erreichend, βέλη App.; gew. übertr., seine Absicht, seinen Wunsch erreichend, erlangt habend, ἔπλευσαν ὧδ' ἐπιτυχεῖ κότῳ Aesch. Suppl. 725; τοῦ μὴ ὄντος ἐπιτυχέστερος Plat. Sis. 391 d; δόξαν ἐπιτυχῆ τῶν καιρῶν ἔχειν καὶ δυναμένην στοχάζεσθαι τοῦ συμφέροντος Isocr. 12, 30; glücklich, Pol. 3, 15, 6; ἐν ταῖς πράξεσιν D. Sic. 4, 83, u. öfter bei Sp. – Pass. leicht zu treffen, zu erreichen, τοῖς πολεμίοις εὔβλητοι καὶ ἐπιτυχεῖς ὄντες App. Syr. 35. – Adv. treffend, εἰπών Plat. Phil. 38 d; Folgde; προηγόρευε Plut. Mar. 17; ἐπιτ. διειλεγμένος, mit Erfolg, Isocr. 12, 230.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui atteint le but ; fig. qui obtient ce qu'il souhaite, qui réussit, heureux.
Étymologie: ἐπιτυγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτῠχής:
1 досл. бьющий прямо в цель, перен. достигающий цели, добивающийся своего (κότος Aesch.);
2 удачливый, преуспевающий (τινος Plat., ἔν τινι Arst., Diod. и κατά τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτυχής: -ές, (ἐπιτυγχάνω), ὁ ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ, ἀποτελεσματικός, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀποτυχής, ἐν τῷ Συγκρ. (Πλάτ. Σίσυφ. 391D)· κότος Αἰσχύλ. Ἱκ. 744· ἔν τινι Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ ὕπν. μαντικῆς 2, Διόδ. 4. 83· κατά τι Πολύβ. 5. 102, 1· μετὰ γεν., ἐπ. τῶν καιρῶν δόξα, ἥτις ἀείποτε ἐπιτυγχάνει, Ἰσοκρ. 239 Α. ― Ἐπίρρ., ἐπιτυχῶς εἰπεῖν Πλάτ. Φίλ. 38D· διειλέχθαι Ἰσοκρ. 280D. ΙΙ. Παθ., εὔκολος εἰς τὸ νὰ κτυπήσῃ τις αὐτόν, εὔβλητοι καὶ ἐπ. Ἀππ. Συρ. 25.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπιτυχής)
1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ.
β. «επιτυχείς αγώνες»)
2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β. «επιτυχείς απαντήσεις» γ. «τὴν δόξαν ἐπιτυχῇ τῶν καιρῶν ἔχοντας», Ισοκρ.)
αρχ.
αυτός που μπορεί να προσβληθεί εύκολα και με επιτυχία.
επίρρ...
επιτυχώς (AM ἐπιτυχῶς)
με επιτυχία, εύστοχα, πετυχημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -τυχής. Το β’ συνθετικό -τυχής εμφανίζει το θ. τυχ- (πρβλ. έτυχον, τύχη) και απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ευτυχής, δυστυχής)].
English (Woodhouse)
Translations
successful
Arabic: نَاجِح, فَائِز, مُوَفَّق; Azerbaijani: uğurlu, müvəffəqiyyətli; Basque: arrakastatsu; Belarusian: паспяховы; Bengali: সফল, কামিয়াব; Bulgarian: успешен; Catalan: reeixit; Chinese Mandarin: 有成效的, 完滿/完满, 成功的; Cantonese: 成功嘅; Czech: úspěšný; Danish: succesfuld, succesrig; Dutch: succesvol, geslaagd, gelukt; Esperanto: sukcesa; Estonian: edukas, õnnestunud; Finnish: onnistunut, menestynyt, menestyvä; French: ayant du succès, marqué de succès, couronné de succès; Georgian: წარმატებული; German: erfolgreich; Greek: επιτυχημένος, επιτυχών; Ancient Greek: βιόπραγος, ἐπικυδής, ἐπίσκοπος, ἐπιτευκτικός, ἐπιτυχής, εὐεπίτευκτος, εὔροος, εὔστοχος, εὐτυχής, κατορθωτικός, ὀρθόπλοος, οὔριος; Hebrew: מוצלח; Hindi: सफल; Hungarian: sikeres, eredményes; Indonesian: berhasil; Irish: áitheasach; Italian: di successo, coronato dal successo, riuscito; Japanese: 成功した; Korean: 성공적(成功的), 성공(成功)한; Latin: prosper, prosperus; Lü: ᦷᦎᧅᦑᦲᧈ, ᦷᦎᧅᦑᦲᧈᦔᦲᧃᦡᦲ; Macedonian: успешен; Malay: berjaya; Maori: momoho, angitu; Norwegian Bokmål: vellykket; Nynorsk: vellukka; Old English: spēdiġ; Persian: موفق, کامگار; Polish: udany; Portuguese: bem-sucedido, conseguido, próspero; Romanian: reușit, izbutit, plin de succes; Russian: успешный, благополучный, удачный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian Cyrillic: успешан, успјешан; Roman: uspešan, uspješan; Slovak: úspešný; Slovene: uspešen; Spanish: exitoso, logrado, afortunado; Swedish: lyckad, framgångsrik; Turkish: muvaffaklar, muvaffak; Ukrainian: успі́шний, вдатний; Urdu: سپھل; Vietnamese: thành công; Yiddish: הצלחהדיק