μεγαλουργής
English (LSJ)
contr. for μεγαλοεργής.
German (Pape)
[Seite 107] ές (s. μεγαλοεργής), Großes verrichtend, τὸ μ., = Folgdm, Luc. Alex. 4, wo Jacobitz μεγαλουργός lies't.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait de grandes choses.
Étymologie: μέγας, ἔργον.
Greek Monolingual
μεγαλουργής και μεγαλοεργής, -ές (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ουργής].
Greek Monotonic
μεγᾰλουργής: -γία, -γός, βλ. μεγαλο-εργ-.
Translations
magnificent
Arabic: عَظِيم, رَائِع; Moroccan Arabic: عضيم, فن; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: prachtig; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: magnifique; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: prächtig; Greek: μεγαλοπρεπής; Ancient Greek: ἀγήνωρ, ἀγλαός, ἄγλαυρος, ἀρίδηλος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ἔξοχος, εὐπρεπής, λαμπρός, μεγαλεῖος, μεγαλοεργής, μεγαλομερής, μεγαλοπρεπής, μεγαλοσχήμων, περιφανής, πολυπρεπής, προστατικός, σεμνός, ὑπεράφανος, ὑπερήφανος; Hindi: शानदार; Italian: magnifico; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند; Portuguese: magnífico; Russian: великолепный; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: magnífico, macanudo; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike