στοιχηδόν

From LSJ
Revision as of 07:18, 6 April 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> " to "=<span class="sense"><span class="bld">A</span> Adv. ")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχηδόν Medium diacritics: στοιχηδόν Low diacritics: στοιχηδόν Capitals: ΣΤΟΙΧΗΔΟΝ
Transliteration A: stoichēdón Transliteration B: stoichēdon Transliteration C: stoichidon Beta Code: stoixhdo/n

English (LSJ)

A Adv. in a row, Arist.GA770a26, Thphr.HP3.12.7, A.R.1.1004. 2 line by line, following the lines, Puchstein Epigr.Gr.p.7.

German (Pape)

[Seite 946] adv., in der Reihe, neben oder hinter einander; Arist. gen. an. 4, 4; D. Per. 63; Eumath. 1; Jac. Ach. Tat. p. 396.

Russian (Dvoretsky)

στοιχηδόν: adv. рядами, в ряд (κεῖσθαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στοιχηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ σειράν, «ἀραδιαστά», Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1004.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. κατά στοίχους, κατά ορισμένη τάξη ή σειρά (α. «τὰ φύλλα πεφύκασι στοιχηδόν», Θεόφρ.
β.»τὰς ἁμάξας στοιχηδὸν καταστῆσαι», Άνν. Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].