οὐδαμῆ

From LSJ
Revision as of 07:44, 6 April 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Middle Liddell

[adv. of οὐδαμός;]
I. of Place, nowhere, in no place, Hes., Aesch.; οὐδ. ἄλλῃ Hdt.; ἄλλῃ οὐδ. in no other place, Hdt.; c. gen., οὐδ. Αἰγύπτου in no part of Egypt, Hdt.
2. in no direction, no way, Hdt.
II. of Manner, in no way, in no wise, Hdt., Aesch., etc.:— not at all, never, Hdt., Soph.—The Poets use either οὐδαμῆ doric -μᾶ [ᾱ], or οὐδαμά [-μᾰ], as the metre requires.

Greek Monotonic

οὐδᾰμῆ: ή οὐδαμά (βλ. κατωτ.), επίρρ. του οὐδαμός,
I. 1. λέγεται για τόπο, πουθενά σε κανέναν τόπο, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· οὐδ' ἄλλῃ, σε Ηρόδ.· ἄλλῃ οὐδ., σε κανέναν άλλο τόπο, στον ίδ.· με γεν., οὐδαμὴ Αἰγύπτου, σε κανένα άλλο μέρος της Αιγύπτου, στον ίδ.
2. προς καμιά κατεύθυνση, προς κανένα μέρος, στον ίδ.
II. λέγεται για τρόπο, με κανένα τρόπο, με κανένα μέσο, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· σε καμία περίπτωση, ποτέ, σε Ηρόδ., Σοφ.· οι ποιητές χρησιμ. είτε το οὐδαμῆ, Δωρ. -μᾶ [ᾱ], είτε το οὐδαμά [μᾰ], ανάλογα με το μέτρο.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδᾰμῆ: ἢ οὐδᾰμά, (ἴδε ἐν τέλ.), ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός: Ι. ἐπὶ τόπου, ἐν οὐδενὶ τόπῳ, «πουθενά», οὐδαμῆ ἐστήρικτο Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρακλ. 218, Αὐσχύλ. Πέρσ. 385, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἡσίοδοις» 6· οὐδ. ἄλλῃ Ἡρόδ. 2. 116· ἄλλῃ οὐδ. 4. 114· μετὰ γεν., οὐδ. Αἰγύπτου 2. 43. 2) πρὸς οὐδὲν μέρος, οὐδαμῆ μετιέντα Ἡρόδ. 1. 24, 34, 56, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου, κατ᾿ οὐδένα τρόπον, οὐδαμῶς, ὁ αὐτ. 3. 53., 7. 136, Αἰσχύλ. Πρ. 256, κτλ.· ― οὐδόλως, οὐδέποτε, Ἡρόδ. 1. 5, 56, 58, Σοφ. Ἀντ. 763, Ἀποσπάσμ. 323. Πρβλ. οὐδαμῶς. ― Οἱ ποιητ. μεταχειρίζονται ἤτοι τὸ οὐδαμῆ Δωρ. -μᾶ, ἢ οὐδαμά [-μᾰ], κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Σαπφὼ 78, Θέογν. 1363, 1373, Ἀνακρ. 50, Ἐμπεδ. 67, 73, Αἰσχύλου Ἱκετ. 884, Σοφοκλ. Ἀντ. 830· παρ᾿ Ἡρόδ. τὰ Ἀντίγραφα ποικίλουσι μεταξὺ τῶν τύπων μηδαμῆ (-μᾶ) καὶ μηδαμά, ἴδε ἐν λέξ. μηδαμῆ, οὐδαμὰ καὶ οὐδαμᾶ. ― οὐδαμῆ, μηδαμῆ ἦσαν ἀρχικῶς δοτικ. θηλ., τὰ δὲ οὐδαμά, μηδαμὰ οὐδ. πληθ. τοῦ οὐδαμός, μηδαμός. Ἦτο σύνηθες νὰ γράφηται οὐ μόνον οὐδαμῇ, μηδαμῇ μετὰ ὑπογεγραμμ. ι, ἀλλὰ καὶ οὐδαμᾷ, μηδαμᾷ, ἀλλὰ οἱ δύο τελευταῖοι τύποι εἶναι βεβαίως ἐσφαλμένοι πλήν ἐν τῇ Δωρ. διαλέκτῳ.

English (Woodhouse)

by no means

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

ion. = οὐδαμᾶ.