λυκόφανος

From LSJ
Revision as of 06:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

λυκόφανος ή λυκόφων (Α)
το φυτό εχινόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φανός (< φανός < φάος), πρβλ. πολύφανος].

German (Pape)

auch λυκόφωνος geschrieben, eine Pflanze, Diosc. Bei Plut. Lyc. 16 steht ἐν χειμῶνι τοὺς λεγομένους λυκόφονας ὑπεβαλλοντο, wofür Inst. Lacon. p. 248 λυκοφώνας gelesen wird.