ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
μαρτυρόφρων, -ονος, -ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που είναι έτοιμος να υποστεί μαρτύρια για την πίστη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. αλλόφρων].