Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
[Seite 1399] glatthäutig, Sp.
-ον, Α
αυτός που έχει λείο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -δορος (< δορά) πρβλ. νεόδορος].