ροδόστερνος
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία της Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στέρνον (πρβλ. δασύστερνος, ευρύστερνος)].