νιαουρίζω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
1. (για γάτα) κάνω νιάου-νιάου
2. (για πρόσ.) μιλώ με φωνή μονότονη και ενοχλητική ή κλαίω με τρόπο που θυμίζει νιαούρισμα γάτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., από την κραυγή της γάτας νιάου-νιάου + κατάλ. -ρίζω (πρβλ. μιαουρίζω)].