πυγίδιο

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

το / πυγίδιον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. α) το τελευταίο τμήμα του σώματος τών δακτυλιοσκωλήκων και τών αρθροπόδων που φέρει την έδρα και στερείται κοιλώματος
β) το σύνολο τών οπίσθιων μεταμερών που έχουν συγχωνευθεί στο σώμα τών τριλοβιτών
γ) το ανώτερο τμήμα του τελευταίου κοιλιακού δακτυλίου τών εντόμων
αρχ.
ειρων. μικρή πυγή, αδύνατα οπίσθια («ἐπ' ἄκρων τῶν πυγιδίων ἐκάθισε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. νησίδιον). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pygidium].