ροδόφυτος
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. (για τόπο) κατάφυτος, με τριανταφυλλιές
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ροδόφυτα
βοτ. διαίρεση φυκών που περιλαμβάνει μία μόνον κλάση, τα ροδοφύκη, και στην οποία ανήκουν θαλλόμορφα φύκη χωρίς μαστίγια, με 3.000 περίπου θαλάσσια είδη και 150 περίπου είδη τών γλυκών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + -φυτος (< φύω, φύομαι), πρβλ. δενδρόφυτος, πευκόφυτος].