ομόχρωμος
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, ομοχρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. μονόχρωμος, πολύχρωμος].