νηπιόλεκτος
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
νηπιόλεκτος, -ον (Μ)
φρ. «νηπιόλεκια ρήματα» — νηπιώδη, ανόητα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. κοινόλεκτος].