οξύκομος

From LSJ
Revision as of 10:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

ὀξύκομος, -ον (Α)
1. (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές τρίχες, αγκάθια
2. (σχετικά με το ελάφι) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα
3. (σχετικά με ψάρι) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια
4. (σχετικά με το πεύκο) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσόκομος].