πλατύσαρκος
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
[ῠ], ον, broad-fleshed, στῆθος Polem.Phgn.42.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πληθωρικές σάρκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύσαρκος].