σκυλομούρης
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek Monolingual
-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει πολύ άσχημο πρόσωπο το οποίο μοιάζει με του σκύλου, σκυλομούτρης, σκυλομούτσουνος
2. μτφ. αυτός που διακρίνεται για την θρασύτητα και την αναίδειά του, σκυλόμουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -μούρης (< μούρη), πρβλ. αλογομούρης].